Ας ανάψουμε τον πόθο για τα μέλλοντα αγαθά, διότι επιφυλάσσεται μεγάλη δόξα στους δικαίους, την οποία δεν μπορώ να περιγράψω με λόγια. Διότι τα σώματα μετά την ανάστασι, αφού θα τα ξαναλάβουμε άφθαρτα, θα δοξάζωνται και θα βασιλεύουν μαζί με τον Χριστό.
Διότι πες μου, εάν κάποιος, εσένα που έχεις γεράσει και ζεις μέσα στην φτώχεια, σου υποσχόταν ξαφνικά να σε κάνη νέο και να σε φέρει στην ακμή της ηλικίας και να σε κάνη πολύ δυνατό και ωραιότερο από κάθε ένα και να σου δώσει την βασιλεία όλης της γης για χίλια έτη, βασιλεία, η οποία θα συνοδεύεται από μεγάλη ειρήνη, τι δεν θα προτιμούσες να κάνης και να πάθεις γι’ αυτήν την υπόθεση;
Να λοιπόν, ο Χριστός όχι αυτά, αλλά πολύ μεγαλύτερα από αυτά υπόσχεται. Διότι δεν είναι τόση η διαφορά μεταξύ του γήρατος και της νεότητας, όση είναι μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας, ούτε είναι τόση η διαφορά μεταξύ βασιλείας και πενίας, όση μεταξύ της παρούσας δόξας και της μέλλουσας, αλλά είναι τόση όση διαφορά υπάρχει μεταξύ ονείρων και αλήθειας.
Μάλλον δε πάλι τίποτε δεν είπα.
Διότι δεν υπάρχει λόγος ικανός να παρουσιάσει το μέγεθος της διαφοράς αυτών, που θα συμβούν προς τα παρόντα. Διότι πώς θα μπορούσε να συγκρίνει κανείς τα παρόντα με την ζωή, η οποία δεν έχει τέλος;
Της δε ειρήνης η διαφορά είναι τόσο μεγάλη, όση είναι η διαφορά μεταξύ ειρήνης και πολέμου∙ και της φθοράς και της αφθαρσίας η διαφορά είναι όση είναι και η διαφορά ενός πήλινου βώλου και ενός μαργαριταριού. Μάλλον όμως όσα και να πει κανείς δεν θα μπορέσει να παρουσιάσει τίποτε.
Διότι και αν ακόμα συγκρίνω το κάλλος των τότε σωμάτων με το φως της ακτίνας, ακόμη και αν τον συγκρίνω με την φωτεινότατη αστραπή, τίποτε αντάξιο της λαμπρότητας εκείνης δεν θα πω.
Για αυτά πόσα χρήματα και σώματα δεν άξιζε να εγκαταλείψουμε; Μάλλον όμως πόσες ζωές δεν άξιζε να απαρνηθούμε;
Τώρα, εάν μεν κάποιος σε οδηγούσε μέσα σε βασιλικά ανάκτορα και σε παρουσίαζε να συνομιλήσεις με τον βασιλιά παρουσία όλων και σε έβαζε να παρακαθήσεις στο ίδιο τραπέζι και να φας μαζί του, θα θεωρούσες τον εαυτό σου ευτυχέστερο από όλους τους ανθρώπους∙ όταν όμως πρόκειται να ανεβείς στον ουρανό και να σταθείς πλησίον του Βασιλέως των όλων και να λάμπεις όπως οι άγγελοι και να απολαμβάνεις την απρόσιτη εκείνη δόξα, αμφιβάλλεις εάν πρέπει να εγκαταλείψεις τα χρήματα, ενώ θα έπρεπε, και αν ακόμη χρειαζόταν και την ζωή αυτή να χάσης, να πηδάς από χαρά και να αγάλλεσαι και να πετάς από ευχαρίστηση;
Εσύ όμως, προκειμένου να βρεθείς στην θέση εκείνη, που θα σου δίνη αφορμές για κλοπές (διότι δεν το ονομάζω αυτό εγώ κέρδος ) και αυτά, που έχεις τα απορρίπτεις, και από άλλους δανείζεσαι τα δικά τους, εάν παραστεί ανάγκη και την γυναίκα σου και τα τέκνα σου δεν διστάζεις να τα βάλλεις ως υποθήκη, για την Βασιλεία όμως των Ουρανών, που είναι μπροστά σου, της οποίας δεν υπάρχει τίποτε ανώτερο, διστάζεις και υποχωρείς και μένεις με ανοικτό το στόμα μπροστά στα χρήματα; και δεν αντιλαμβάνεσαι, ότι εάν τα μέρη του ουρανού, που βλέπουμε είναι τόσο καλά και ευχάριστα, πόσο καλύτερα θα είναι τα ανώτατα και ο ουρανός του ουρανού;