Όσο πιό πολύ υπερηφανευόμαστε, όσο πιό πολύ κυνηγάμε τή δόξα καί τόν έπαινο καί τήν τιμή, τόσο πιό τιποτένιοι είμαστε ενώπιον τού Κυρίου, ο οποίος «αντιτάσσεται στούς υπερήφανους, ενώ στούς ταπεινούς δίνει τή χάρη του» (Παροιμ. 3,34).
Έτσι, όταν ο βασιλιάς Δαβίδ καυχήθηκε όπως δείχνουν τά λόγια του, «εγώ, βυθισμένος στά πλούσια υλικά αγαθά, είπα: «Δέν θά μετακινηθώ ποτέ από τούτη τήν ευτυχία»» (Ψαλμ. 29,7) ο Κύριος, γιά νά τόν θεραπεύσει, τόν άφησε κι έπεσε σέ μοιχεία καί φόνο. Όπως καί ο άγιος Πέτρος υπερηφανεύτηκε όταν ο Χριστός είπε στούς αποστόλους ότι όλοι θά χάσουν τήν εμπιστοσύνη τους σ Αυτόν καί θά διασκορπιστούν, κι εκείνος μέ αυτοπεποίθηση βεβαίωσε: «Κι άν όλοι χάσουν τήν εμπιστοσύνη τους σ Εσένα, εγώ όμως όχι» (Μάρκ. 14,29). Γιά τήν έπαρσή του εκείνη, ο Κύριος παρεχώρησε νά Τόν αρνηθεί τρείς φορές, κι έτσι νά ταπεινωθεί, νά κλάψει καί νά μετανοήσει (Μάρκ. 14,66-72).
Αλλά καί τόσοι μεγάλοι ασκητές τής ερήμου, πού έδιωχναν από τούς ανθρώπους τά δαιμόνια, πού έκαναν σημεία καί τέρατα, έπεσαν μέ θεία παραχώρηση σέ βαριά παραπτώματα, ακόμα καί σέ φόνους καί σέ πορνείες, όπως διαβάζουμε στό Γεροντικό, στό Λαυσαϊκό, στά Συναξάρια καί σέ άλλα πατερικά βιβλία. Ακόμη καί συκοφαντίες καί δυστυχίες καί βάσανα πολλά βρίσκουν συχνά τόν άνθρωπο, ακόμα καί σωματικές αρρώστιες, γιά νά τόν λυτρώσουν από τήν έπαρση. Είναι σαφής η μαρτυρία τού αποστ. Παύλου: «Ο Θεός μού έδωσε ένα αγκάθι στό σώμα μου, έναν υπηρέτη τού σατανά νά μέ ταλαιπωρεί, ώστε νά μήν υπερηφανεύομαι» (Β Κορ. 12,7).
Τό γεγονός, λοιπόν, ότι o Θεός επιτρέπει νά βρούν τόν άνθρωπο τέτοιες συμφορές γιά νά τσακιστεί η σκληροτράχηλη υπερηφάνειά του, φανερώνει πώς αυτή είναι τό μεγαλύτερο, τό χειρότερο πάθος. Καί δέν είναι μόνο τό χειρότερο, μά καί τό πιό γερά ριζωμένο μέσα μας. Γι αυτό, όταν μέ αγώνα σκληρό καί μέ τή χάρη τού Θεού οι αρετές νικήσουν τίς κακίες καί διώξουν από τήν ψυχή όλα τά ελαττώματα, μόνο η υπερηφάνεια μένει ανυπότακτη καί επιμένει νά πολεμάει τόν άνθρωπο ως τό θάνατό του. Αυτό έπαθε ο φαρισαίος εκείνος τής παραβολής, πού κατόρθωσε πολλές αρετές, καί έχοντας υπερήφανη πεποίθηση στήν ευσέβειά του, κατακρίθηκε ο ταλαίπωρος (Λουκ. 18,9-19).
Αλλά γιατί, αλήθεια υπερηφανευόμαστε καί καμαρώνομε καί εξουθενώνομε τούς άλλους ανθρώπους, πού νομίζομε πώς είναι τάχα κατώτεροί μας; Γιά τή σοφία μας; Γιά τήν αρετή μας; Γιά τά πλούτη μας; Γιά τήν ομορφιά μας; Όλ αυτά όμως, καί όσα άλλα έχομε, δέν είναι παρά ευεργετήματα καί δώρα τού Θεού, γιά τά οποία θά δώσομε λόγο τήν ημέρα τής Κρίσεως. Όσο πιό χαρισματούχοι είμαστε, τόσο πιό αυστηρά θά κριθούμε. Έτσι, άν στή ζωή αυτή αξιωθήκαμε νά έχομε περισσότερα αγαθά από τούς άλλους ανθρώπους, αγαθά υλικά ή πνευματικά, οφείλουμε νά ταπεινωνόμαστε πιό πολύ καί νά ευγνωμονούμε τό Θεό πού μάς ευεργέτησε.
Μόνο οι αμαρτίες καί οι πτώσεις είναι δικές μας. Άν θέλομε γι αυτές νά καυχιώμαστε, δείχνομε τήν αφροσύνη καί τήν αγνωσία μας. Άν είμαστε όμως λογικοί άνθρωποι, θά βλέπομε τήν αναξιότητα καί τήν αθλιότητά μας, καί θά συντριβόμεθα ταπεινωμένοι.
Άς μήν ξεχνάμε επίσης, πώς ο εγωϊστής όχι μόνο στήν άλλη ζωή κολάζεται, μά καί στήν παρούσα μισείται από τούς ανθρώπους. Γιατί δέν υπάρχει πιό αντιπαθητικός άνθρωπος απ αυτόν. Αλλά καί ο ίδιος είναι συνεχώς ανήσυχος. Πασχίζει νά προβληθεί καί νά συγκεντρώνει επάνω του τήν προσοχή καί τό ενδιαφέρον τού κόσμου. Άν δέν τόν τιμήσουν, ταράζεται καί θλίβεται. Βρίσκεται συχνά σέ φιλονικίες καί διαμάχες μέ τούς ομοίους του, πού ζηλεύουν ο ένας τόν άλλο. Ζητάει όλο καί μεγαλύτερη δόξα. Αντίθετα τόν ταπεινό όλοι τόν αγαπούν, ακόμα κι άν έχει άλλα ελαττώματα. Αυτός νικάει τόν κακό μέ τήν υπομονή, τόν οργίλο μέ τήν πραότητα, τόν εγωϊστή μέ τήν ταπείνωση.
Ο Θεός υψώνει εκείνους πού ταπεινώνονται, όχι εκείνους πού ποθούν τά μεγαλεία. Ύψωσε τόν Ιακώβ πάνω από τόν Ησαύ (Γεν. 27-28), τόν Ιωσήφ πάνω από τούς αδελφούς του (Γεν. 37-41), τόν τελώνη πάνω από τόν Φαρισαίο (Λουκ. 18,14), τόν φτωχό Λάζαρο πάνω από τόν πλούσιο (Λουκ. 16,19-31).
Κατεξοχήν όμως ύψωσε ο Θεός Πατέρας τόν Μονογενή Υιό καί Λόγο Του, τόν Κύριό μας Ιησού Χριστό, πού ταπεινώθηκε εκούσια πιό πολύ από κάθε άνθρωπο. Θεός αθάνατος καί παντοδύναμος καί ανενδεής Εκείνος, καταδέχθηκε νά εναθρωπήσει μέ άκρα ταπείνωση, νά γεννηθεί σέ σπήλαιο, νά σπαργανωθεί σέ φάτνη αλόγων ζώων, νά ζήσει μέσα στή φτώχεια καί τήν αφάνεια, νά καταφρονηθεί, νά νίψει τά πόδια τών μαθητών Του, νά χλευαστεί, νά μαστιγωθεί, καί τελικά νά υποστεί, όντας ολότελα αθώος, τόν μαρτυρικό σταυρικό θάνατο, καί όλ αυτά γιά μάς τούς ενόχους καί αμαρτωλούς, γιά τή σωτηρία καί τή λύτρωσή μας.
Άς μιμηθούμε τόν Κύριό μας, νά μισήσουμε τόν εγωϊσμό καί νά ποθήσουμε τήν ταπείνωση. Νά επιδιώκομε τή συναναστροφή μέ ανθρώπους άσημους καί ταπεινούς, καί νά μή μεγαλοπιανόμαστε. Πάντοτε νά ζητάμε τήν τελευταία θέση. Στήν ενδυμασία, στή διατροφή, σ όλες τίς ανάγκες τού σώματος, νά αποφεύγομε τά περιττά καί εξεζητημένα. Μόνο τά απαραίτητα νά έχομε. Καί γενικά, όσο μπορούμε, νά μιμούμεθα πάντοτε τόν Κύριο, τήν Παναγία καί τούς αγίους, πού πολιτεύθηκαν μέ βαθειά ταπείνωση.
Γιατί, όπως τά καρπερά δένδρα, όσο περισσότερο είναι φοφτωμένα μέ καρπούς, τόσο χαμηλότερα κλίνουν πρός τή γή τά κλωνάρια τους, έτσι καί οι πιστοί δούλοι τού Θεού, όσο αποκτούν τίς ευεργεσίες καί δωρεές Του, τόσο ταπεινώνονται, γνωρίζοντας πώς αυτό είναι τό χρέος τους, αφού ο Κύριος είπε: «Όταν κάνετε όλα όσα σάς προστάξει ο Θεός, νά λέτε: «Είμαστε ανάξιοι δούλοι, κάναμε αυτό πού οφείλαμε νά κάνουμε».» (Λουκ. 17,10).
Άν η θεία μεγαλοσύνη ταπεινώθηκε τόσο, «μέχρι θανάτου» (Φιλ. 2,8) πώς τολμάει νά υψηλοφρονεί η ανθρώπινη αδυναμία; Ο Άβελ μάς δίδαξε τήν αθωότητα, ο Ενώχ τήν καθαρότητα, ο Νώε τήν μεγαλοψυχία καί τήν ελπίδα, ο Αβραάμ τήν υπακοή καί τή φιλοξενία, ο Ιακώβ τή μακροθυμία, ο Ιωσήφ τήν αγνεία, ο Μωϋσής τήν πραότητα, ο Ιώβ τήν υπομονή, ο Δαβίδ τήν αγάπη στούς εχθρούς, ο Ηλίας τόν ένθεον ζήλον καί ο Υιός τού Θεού τήν ταπείνωση «Διδαχθείτε από τό δικό μου παράδειγμα, γιατί είμαι πράος καί ταπεινός στήν καρδιά, καί οι ψυχές σας θά βρούν ανάπαυση» (Ματθ. 11,29). Όλες τίς αρετές μάς τίς διδάσκει o Κύριος, σ αυτήν όμως μάς παρακινεί περισσότερο, γιατί είναι τό δοχείο, τό θησαυροφυλάκιο τών άλλων αρετών.