Τοῦ Μητροπολίτου Καισαριανῆς, Βύρωνος καί Ὑμηττοῦ Δανιήλ
Γιά τήν κοίμηση τῆς Θεοτόκου ἡ Ἐκκλησία ὁ ἀπό τήν ἀρχαία παράδοση τῶν Πατέρων παρέλαβε τά ἑξῆς: Ὅταν πλησίασε ὁ καιρός, κατά τόν ὁποῖο ὁ Σωτήρας μας εὐδόκησε νά παραλάβει κοντά του τή Μητέρα του, ἔστειλε μήνυμα σ᾿ αὐτὴ µέσω Ἀγγέλου τρεῖς µέρες πρίν γιά τή μετάβασή της ἀπὸ τήν πρόσκαιρη ζωή στήν αἰώνια καὶ µακάρια. Καὶ ἐκείνη, ὅταν τό ἄκουσε, ἀνέβηκε μέ σπουδή στό ὄρος τῶν ᾿Ελαιῶν, ὅπου συνεχῶς πήγαινε καὶ προσευχόταν καί ἀφοῦ εὐχαρίστησε τὀ Θεό, ἐπέστρεψε στό σπίτι της καί ἑτοίμαζε τά σχετικά μέ τόν ἐνταφιασμό. Καί ἐνῶ γίνονταν αὐτά, νεφελες ἅρπαξαν τοὺς Ἀποστόλους ἀπό τά πέρατα τῆς γῆς, ὅπου ὁ καθενας ἔτυχε νά κηρύσσει τό λόγο τοῦ Θεοῦ, καί τοὺς μετέφεραν μεμιᾶς στό σπίτι τῆς Θεομήτορα. Καί ἐκείνη, ἀφοῦ τοὺς φανέρωσε τήν αἰτία τῆς αἰφνίδιας συνάθροισής τους καὶ τοὺς παρηγόρησε, ὅπως ἦταν φυσικό, γιὰ τή θλίψη τους µέ τρόπο μητρικό, ὕψωσε ἔπειτα τὰ χέρια της στόν οὐρανὸ, προσευχήθηκε γιὰ τήν εἰρήνη τοῦ κόσμου καί εὐλόγησε τούς Ἀποστόλους. Ὕστερα ἀφοῦ ἔγειρε στήν κλίνη της καὶ ἔδωσε στό σῶμα της τό σχῆμα πού ἐκείνη θέλησε, ἔτσι παρέδωσε τήν πανάγια ψυχή της στά χέρια τοῦ Υἱοῦ της καὶ Θεοῦ.
Τότε οἱ Ἀπόστολοι σήκωσαν µέ εὐλάβεια καὶ πολλή λαμπαδοφορία τήν κλίνη τοῦ θεοδόχου ἐκείνου σώματος καί ψάλλοντας ἐπιτάφιους ὕμνους τήν μετέφεραν στό μνῆμα, ἐνῶ καί Ἄγγελοι συνέψαλλαν ἀπό τόν οὐρανό προπέµποντας τήν ἀνωτέρα τῶν Χερουβείµ. Στό μεταξύ κάποιος ἀπό τούς Ἰουδαίους πού παρακινήθηκε ἀπό φθόνο καί µέ αὐθάδεια ἅπλωσε τά χέρια του στή νεκρική κλίνη ἔλαβε ἀμέσως ἀπό τή θεία δίκη τήν τιμωρία της αὐθάδειάς του, ἀφοῦ µέ ἀόρατο χτύπημα τοῦ κόπηκαν τά χέρια πού τόλμησαν να αὐθαδιάσουν καὶ µόνο ὅταν πίστεψε μ’ ὅλη του τήν ψυχή θεραπεύτηκε καὶ ἔγινε ὑγιῆς, ὅπως ἦταν προηγουμένως.
Ὅταν ἔφτασαν στήν τοποθεσία πού ὀνομάζεται Γεθσημανή, ἐκεῖ ἔθαψαν μέ τιμές τό πανάχραντο καὶ ζωαρχικό σῶμα τῆς Θεοτόκου. Τήν τρίτη ὅμως ἡμέρα µετά τήν ταφή, ὅταν οἱ Ἀπόστολοι συγκεντρωμένοι ὃλοι μαζί γιά παρηγοριὰ ὕψωναν, ὅπως συνήθιζαν, τό τεμάχιο τοῦ ἄρτου τό προορισµένο γιά τὸν Ἰησοῦ Χριστό καὶ ἑτοιμάζονταν νά ποῦν τή συνηθισμένη τους εὐχή «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, βοήθησέ µας», παρουσιάστηκε ἡ Θεοτόκος στόν ἀέρα λέγοντας σ᾿ αὐτούς τό «Χαίρετε» καὶ ἀπ᾿ αὐτό σχημάτισαν σαφή ἀντίληψη γιά τήν ἔνσωμη στούς οὐρανούς µετάσταση τῆς Θεοτόκου. Αὐτά παρέλαβε ἡ ᾿Εκκλησία ἀπό τήν παράδοση τῶν Πατέρων καί πολλά ἀπό αὐτά τά ἔκαμε ὕμνους σέ ἔνδειξη εὐλάβειας καί ψάλλει κατὰ τή σηµερινή ἡμέρα δοξάζοντας τή Μητέρα τοῦ Θεοῦ μας. Διευκρινίζουμε ἐδῶ ὅτι τό παρόν συναξαριακό σηµείωµα ἔχουμε λάβει κυρίως ἀπό τὸ Μ. Ὡρολόγιο καὶ δευτερευόντως ἀπό τό Μηναῖο.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος α΄.
Ἐν τῇ γεννήσει τὴν παρθενίαν ἐφύλαξας: ἐν τῇ κοιµήσει τὸν κόσμον οὐ κατέλιπες, Θεοτόκε. Μετέστης πρὸς τὴν ζωήν, Μήτηρ ὑπάρχουσα τῆς ζωῆς καὶ ταῖς πρεσβείαις ταῖς σαῖς λυτρουµένη ἐκ θανάτου τὰς ψυχὰς ἡμῶν. (Μηναῖο).
Μέ τή γέννηση τοῦ Χριστοῦ διατήρησες τήν ἁγνότητά σου· µέ τήν κοίμησή σου δέν ἐγκατελειψες τὸν κόσμο, Θεοτόκε. Μετατοπίστηκες πρός τή ζωή, ἀφοῦ ἐσύ εἶσαι ἡ μητέρα τῆς ζωῆς· καί µέ τίς δικές σου πρεσβεῖες (μέ τή δική σου µεσολάβηση στό Θεό) ἐλευθερώνεις (ἀπαλλάσσεις) τίς ψυχές µας ἀπό τό θάνατο.
Κοντάκιον. Ἦχος β. Αὐτόμελον.
Τήν ἐν πρεσβείαις ἀκοίμητον Θεοτόκον καὶ προστασίαις ἀμετάθετον ἐλπίδα τάφος καί νέκρωσις οὐκ ἐκράτησεν· ὡς γὰρ ζωῆς Μητέρα πρὸς τὴν ζωὴν µετέστησεν ὁ µήτραν οἰκήσας ἀειπάρθενον.
(Μηναῖο). Τό παρόν αὐτόμελο Κοντάκιο εἶναι ποίημα τοῦ «ταπεινοῦ Κοσμᾶ».
Τή Θεοτόκο, πού εἶναι ἀκοίμητη στύ µεσολάβηση πρός τό Θεὸ καί ἀποτελεῖ τήν ἀμετακίνητη ἐλπίδα µας σέ σχέση μέ τήν προστασία πού μᾶς παρέχει, ὁ τάφος καί ἡ νέκρωση (ὁ θάνατος) δέν τήν κατανίκησαν· γιατί αὐτή ὡς Μητέρα τῆς ζωῆς πρός τή ζωή τή μετατόπισε Αὐτός πού κυο φορήθηκε στήν παντοτινά παρθενική μήτρα της (δηλ. ὁ Χριστός).
Σχόλιο. Στὰ ἀνωτέρω δύο τροπάρια μπορεῖ κανείς νά ἀνιχνεύσει ἀρκετά ἀπό τά στοιχεῖα ποὺ συνθέτουν τήν ὀρθόδοξη χριστιανική διδασκαλία. Ἕνα πρῶτο στοιχεῖο εἶναι πώς ἡ σεμνή κόρη τῆς Ναζαρέτ γιά τήν ἀρετή της, τήν ταπεινοφροσύνη καί τήν τήρηση τοῦ θείου θελήµατος ἀξιώθηκε τή μέγιστη δωρεά καί τὴν ὕψιστη τιμή νὰ κυοφορήσει τὸ Σωτήρα τοῦ κόσμου Χριστό. Εἶναι πράγματι ἡ μονη Θεοτόκος, Ἡ γυναίκα δηλαδή ποὺ «ἔτεκε», γέννησε «κατά σάρκα» τό δεύτερο πρόσωπο τῆς Ἁγίας Τριάδας, τοῦ τριαδικοῦ κατά τήν πίστη µας Θεοῦ.
Ἕνα δεύτερο στοιχειο εἶναι πώς ἡ Παναγία κατὰ τρόπο θαυμαστὸ «καὶ ἀσύλληπτο στόν ἀνθρώπινο νοῦ παρέμεινε σ᾿ ὅλο της τό βίο ἁγνή παρθένος, μολονότι γνώρισε τήν ἐµπειρία τόσο τῆς κυοφορίας ὅσο καί τοῦ τοκετοῦ. Γι’ αὐτό ἀκριβῶς τό λόγο καὶ «ἀειπάρθενος» ἀποκαλεῖται. Τὸ θαῦμα αὐτό ὑπογραμμίζεται μέ χαρακτηριστικό τρόπο ἀπὸ τόν ὑμνωδό στόν Εἱρμό τῆς θ΄ Ὠδῆς τοῦ Κανόνα τῆς ἑορτῆς καί θεωρεῖται ὡς ἡ ὑπέρβαση τῶν νόμων τῆς φύσης ὑπέρβαση πού δὲν ἀντέχει σέ καμιά λογική ἑρμηνεία. Στήν κατανόηση τοῦ ὑπερβατικοῦ αὐτοῦ γεγονότος χωρεῖ µόνο ἡ πίστη πού κι αὐτή εἶναι, χωρίς ἀμφιβολία ἀποτέλεσµα τῆς θείας χάρης. Ὁ ἀ ριστουργηματικός αὐτός Εἱρμός (Καταβασία) µέ τὸ βαθὺ θεολογικό περιεχόµενο καὶ την ἐκφραστική του δύναμη καί χάρη ἔχει ὡς ἑξῆς: «Νενίκηνται τῆς φύσεως οἱ ὅροι ἐν σοί, Παρθένε ἄχραντε· παρθενεύει γάρ τόκος καὶ ζωήν προμνηστεύεται θάνατος. Ἡ µετά τόκον παρθένος καί µετά θάνατον ζῶσα σώζοις ἀεί Θεοτόκε, την κληρονομίαν σου». Δηλαδή στὴ δική σου περίπτωση, ἁγνή Παρθένε, ἔχουν νικηθεῖ οἱ νόμοι τῆς φύσης· γιατί ὁ τοκετός σου σέ διατηρεῖ σέ κατάσταση παρθενίας καί ὁ θάνατός σου προοιωνίζεται καὶ ὑπόσχεται τή ζωή. Ἐσύ Θεοτόκε, ποὺ μετά τόν τοκετό ἔμεινες παρθένος καὶ ἐξακολουθεῖς νά ζεῖς µετά τό θάνατό σου, εἴθε νά σώζεις πάντοτε τήν κληρονοµία σου (ἐμᾶς δηλαδή τοὺς πιστοὺς πού εἴμαστε κληρονόμοι τῶν ἐπαγγελιῶν τοῦ Θεοῦ).
Ἕνα τρίτο στοιχεῖο πού τονίζεται καὶ στὰ δύο τροπάρια (Ἀπολυτίκιο καὶ Κοντάκιο εἶναι τὸ γεγονός ὃτι τήν Παναγία δὲν τήν ἄγγιξε ὁ θάνατος, μὲ τήν ἔννοια που δίνουμε σ᾿ αὐτόν ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι. Ἡ Παναγία «ἐκοιμήθη», «μετέστη πρός τήν ζωήν» καὶ ζεῖ καί «μετά θάνατον». Εἶναι καὶ τοῦτο ἀπό τά «θαυμάσια», τά θαυµαστὰ δηλαδή γεγονότα γύρω ἀπό τὸ πρόσωπο τῆς Παναγίας. Ὁ ὑμνογράφος µέ ἐκφραστικότατο τρόπο τονίζει τοῦτο τὸ στοιχεῖο καί τό βρίσκει, θά μποροῦσε νά πεῖ κανείς, λογικό· Ὦ Μητερα τῆς ζωῆς, αὐτή πού γέννησε τή ζωή, τὸ Χριστό δηλαδή, δέν ἦταν δυνατό νὰ ἀφεθεῖ νὰ ὑποκύψει στή φθορά καὶ στό θάνατο. Ὁ Χριστός πού κυοφορήθηκε στήν ἀειπάρθενη μήτρα της, αὐτός πού εἶπε τό «ἐγώ εἶμι ἡ ὁδός καὶ ἡ ἀλήθεια καὶ ἡ ζωή» καὶ τὸ «ἐγώ εἶμι ἡ ἀνάστασις καὶ ἡ ζωὴ» (Ἰωάννου ιδ’, 6 καί ια΄, 25), αὐτὸς καὶ «μετέστησε πρός τὴν ζωήν» τή Μητέρα τῆς ζωῆς (ἀξιοσημείωτη ἡ χρήση τοῦ ἐτυμολογικοῦ σχήματος ἀπό τόν ὑμνωδό).
Ἕνα τελευταῖο στοιχεῖο, κοινό ἐπίσης καί στά δύο τροπάρια, εἶναι ἡ ὀρθόδοξη πίστη µας πῶς ἡ Μητέρα τοῦ Χριστοῦ, ἡ Παναγία, ποὺ δίκαια τή µακαρίζουν αἰῶνες τώρα «πᾶσαι αἱ γενεαί», εἶναι ἡ ἀκοίμητη προστάτρια καὶ βοηθὸς στίς ποικίλες ἀνάγκες τῶν πιστῶν· εἶναι αὐτὴ ποὺ μετὰ τὴν ἅγια κοίμησή της δέν ἐγκατέλειψε τόν κόσμο, ἀλλὰ συνεχῶς «πρεσβεύει», µεσιτεύει καὶ µεσολαβεῖ στόν Υἱό της καὶ Θεό µας γιά τὴ δική µας σωτηρία, τή λυτρωσή μας ἀπό τά δεσμὰ τῆς ἁμαρτίας καὶ τοῦ θανάτου καί τήν ἀποκατάστασή µας «εἰς τήν ἀρχαίαν μακαριότητα»· εἶναι ἡ ἀμετακίνητη ἐλπίδα τῶν πιστῶν ὅτι πάντοτε θά τοὺς σκεπάζει µέ τήν προστασία της καὶ θά τούς παρέχει μέ ἀφθονία τῆν εὐεργετική της χάρη.