Η ντροπή είναι αρετή πού στολίζει τόν άνθρωπο καί δείχνει άνθρωπο μέ εύγένεια συμπεριφοράς, μέ ψυχική άνωτερότητα, πού προβάλλεται πρός τά έξω, πρός τό κοινωνικό σύνολο, πρός τούς άνθρώπους. Ή ένδυμασία τών άνθρώπων, άνδρών καί γυναικών, έχει έναν όρο, τή σεμνότητα. Αύτή ή σεμνότητα, ή ντροπή, δέν καταργεΐται ούτε τόν χειμώνα ούτε τό καλοκαίρι. Δέν έχει κανείς τό δικαίωμα νά τήν καταργήσει καί νά πει ότι ή γύμνια δέν σχετίζεται μέ τήν ντροπή, είναι μόδα.
Οί άρχαΐοι Έλληνες είχαν μία λέξη πού σήμαινε αύτό πού λέμε έμεΐς σήμερα ντροπή. Ή λέξη αύτή ήταν ή αιδώς. Τί σημαίνει αιδώς καί πώς άναλύεται; Είναι κάτι βαθύτερο καί γιά τήν άρχαιότητα άλλά καί γιά σήμερα.
Σημαίνει άξιοπρέπεια, μεγαλείο ψυχής, φιλότιμο, αίσθημα τιμής, πού όλα τονίζουν τήν άξια τής ντροπής.
Ή ντροπή είναι δώρο του Θεού στόν άνθρωπο. Φαίνεται αύτό άπό μερικά γεγονότα τής Αγίας Γραφής.
Ας θυμηθούμε τόν Άδάμ καί τήν Εϋα. Ό Θεός έγκαθιστά τούς πρωτοπλάστους στόν Παράδεισο (Γεν. β’ 25). Όμως τούς έβαλε έναν περιορισμό: «Δέν
θά φάτε άπό τόν καρπό αύτοΰ τού δέντρου. «Αν φάτε, θά πεθάνετε», τούς είπε. Αύτοί όμως έφαγαν, τούς παρέσυρε ό διάβολος. Τώρα δέν μιλούν μέ τόν Θεό, κρύβονται. Λένε στόν Θεό: «Είμαστε γυμνοί πώς μπορούμε νά Σέ δούμε;». Σάν νά έλεγαν: Ντρεπόμαστε νά παρουσιαστούμε έμπρός σου γυμνοί.
Μέ τήν άμαρτία έμφανίστηκε καί ή ντροπή. Μέ τήν ντροπή βοηθούσε ό Θεός τούς άνθρώπους νά καταλάβουν τό σφάλμα τους, νά συνέλθουν, νά μετανοήσουν.
Ό διάβολος όμως διέστρεψε τά πράγματα μέ τήν άμαρτία καί άφαίρεσε άπό τόν άνθρωπο τήν ντροπή. Τό βλέπουμε σέ άλλο γεγονός άπό τήν Παλαιά Διαθήκη. Ό Άδάμ καί ή Εϋα κάνουν δύο παιδιά, τόν Κάιν καί τόν Άβελ. Ό Κάιν σκοτώνει τόν Άβελ. Ό Θεός έρωτά τόν Κάιν: «Πού είναι ό άδελφός σου;». Ό Κάιν άπαντά: «Δέν ξέρω, μήπως είμαι φύλακας τού άδελφοΰ μου;». Απάντηση ξεδιάντροπη. Άμαρτία χωρίς συναίσθηση, χωρίς ντροπή.
Ας προχωρήσουμε καί σέ άλλο περιστατικό, πάλι άπό τήν Παλαιά Διαθήκη. Ένας νέος 17-18 έτών, ‘Εβραίος, πουλημένος άπό τά άδέλφια του στήν Αϊγυπτο, ό ’Ιωσήφ ό γυιός τοϋ Ιακώβ, είναι ύπηρέτης στον Πετεφρή (Γεν. λα’ 9). Ή γυναίκα τοϋ Πετεφρή ζητά νά συνάψει άνομες σχέσεις μαζί του. Ό Ιωσήφ λέει: «Πώς έγώ νά άμαρτήσω μπροστά στά μάτια τοϋ Θεοΰ μου;». Φεύγει. Η γυναίκα τοϋ Πετεφρή κρατά στά χέρια της τά ρούχα τοϋ Ιωσήφ. Φωνάζει καί δείχνει τά ρούχα του, λέει ότι αύτά είναι ή άπόδειξη ένοχης του. Ό ’Ιωσήφ έφυγε γυμνός, καί δέν ντρεπόταν τή γύμνωσή του, γιατί τόν δικαίωνε ή αγνότητά του. ’Εκείνη ή άμαρτωλή ήταν ξεδιάντροπη καί συκοφαντούσε τόν άθώο, ό δέ Ιωσήφ άνένοχος καί δέν «ήσχύνετο ώς ό πρωτόπλαστος πρό τής παρακοής», λέει ένα τροπάριο τής Μεγάλης Έβδομάδος.
Νά λοιπόν, ό μέν Θεός δίνει τήν ντροπή γιά νά συγκροτήσει τόν άνθρωπο, καί ό διάβολος μέ τήν άμαρτία προσπαθεί νά διώξει τήν ντροπή άπό τόν άνθρωπο. Καί συνεχίζει καί σήμερα νά τόν κάνει ξεδιάντροπο καί νά τόν οδηγεί άπό τό κακό στό χειρότερο.
Ό διάβολος μπήκε στόν παράδεισο τής Έδέμ καί ό άνθρωπος έχασε τήν ντροπή.
«Ομως ήλθε ό Ιησούς Χριστός καί άνοιξε τόν Παράδεισο τοϋ Ούρανοΰ μέ
τήν έλευσή του καί τή σταυρική θυσία του. Δέν ύπολόγισε πρός χάριν μας τήν αισχύνη τοϋ άτιμωτικοΰ θανάτου τοϋ σταυρού. Καί πλέον μπορούμε μέ τή χάρη τού Χριστού, πού μάς τή χαρίζει ή Εκκλησία του διά μέσου τών ιερών Μυστηρίων της, νά άποφεύγουμε τήν άμαρτία, νά μετανοούμε, νά έξομολογούμαστε, νά ντρεπόμαστε γιά ό,τι άμαρτωλό έχουμε κάνει καί νά ζητούμε τό έλεος τοϋ Κυρίου.
Τώρα έχουμε τόν Χριστό, πού έπανέφερε στή ζωή μας τό αίσθημα τής ντροπής, τήν όποια χάσαμε έξαιτίας τοϋ Σατανά. Μέ τή δική του άτίμωση πάνω στό Σταυρό ό Ιησούς Χριστός έφερε καί πάλι τήν ντροπή στή ζωή μας, γιά νά μάς συγκρατεΐ άπό τήν άμαρτία.
Κύριε Ιησού Χριστέ, χάρισέ μας στό σπίτι μας, ατούς δρόμους, παντού όπου βρισκόμαστε, νά νιώθουμε ντροπή γιά καθετί άμαρτωλό καί γιά ό,τι σκανδαλίζει τούς άλλους. Χριστέ μας, Σύ πού μάς έφερες καί πάλι τήν ντροπή στή ζωή μας, Σύ πού δέν μάς άφησες στήν κατάπτωση τής άμαρτίας, ή όποια μάς εΐχε καταντήσει σάν κτήνη πού δέν νιώθουν ντροπή, Σέ εύχαριστοϋμε μέ όλη μας τήν ψυχή.
(ποιμήν)