Ἀρχιμ. Ἀντώνιος Ρωμαῖος
Ὁ Κύριος καί Θεός, ὁ Σωτήρ ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός, μεταξύ τῶν σωτηριωδῶν ἀληθειῶν, τίς ὁποῖες ἐδίδαξε, εἶπε:
«Ὅπου γάρ ἐστιν ὁ θησαυρός ὑμῶν, ἐκεῖ καί ἡ καρδία ὑμῶν ἔσται».[1] Ὁ ἄνθρωπος, χωρισμένος, θεληματικά, ἀπό τόν Ἰησοῦ Χριστό, θεωρεῖ, ὡς θησαυρό του, αὐτό πού τοῦ ὑπαγορεύει τό φυσικό του θέλημα, μέ τό ὁποῖο σχηματίζει ἕνα ὑποκειμενικό «εἴδωλο θησαυροῦ», βιαστικά καί ἀμελέτητα, χωρίς σύνεση καί περίσκεψη,
Στή συνέχεια τῶν βιωμάτων του, προσκολλάει τήν καρδιά του σέ αὐτό τόν εἰδωλικό θησαυρό καί, κατά συνέπεια, ἡ καρδιά του λειτουργεῖ, εἰδωλολατρικά. Κάθε εἴδωλο, δημιουργεῖται εἴτε μέ πρωτοβουλία τοῦ φυσικοῦ εἴτε μέ πρωτοβουλία τοῦ γνωμικοῦ θελήματος.
Ἡ ὑπόσταση καί λειτουργία τοῦ γνωμικοῦ θελήματος, ὅμως, ἕπεται τοῦ φρονήματος, τῆς γνώμης, πού σχηματίζεται καί εἶναι συνισταμένη τοῦ ὅλου πλαισίου τῶν παραγόντων καί τῶν συντελεστῶν πού δίνουν τήν ὀντότητα καί τήν λειτουργική ποιότητα στό κάθε πρόσωπο.
Ὁ Μέγας τῶν ἐθνῶν ἀπόστολος, ὁ ἅγιος Παῦλος, στήν ἐπιστολή του πρός Ρωμαίους διδάσκει τά ἑξῆς βαρυσήμαντα: «καί μή συσχηματίζεσθε τῷ αἰῶνι τούτῳ, ἀλλά μεταμορφοῦσθε τῇ ἀνακαινώσει τοῦ νοός ὑμῶν, εἰς τό δοκιμάζειν ὑμᾶς τί τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, τό ἀγαθόν καί εὐάρεστον καί τέλειον».
Ἡ θέση αὐτή τοῦ ἁγίου Παύλου, εἶναι καί χαρισματική καί ἐμπειρική. Ἔχει πλήρη συνείδηση, σφαιρική ἀντίληψη, καί γιά τό φυσικό καί γιά τό γνωμικό θέλημα κάθε ἀνθρώπου. Γνωρίζει πολύ καλά ὅτι δέν εἴμαστε τέλειοι, ὅσο καί ἄν ἐπιθυμοῦμε τήν τελειότητα, καί ἐξαιτίας αὐτῆς τῆς ἀβούλητης ἀτέλειάς μας, δέν πρέπει νά θεωροῦμε τό γνωμικό μας θέλημα τέλειο, παγιωμένο καί στάσιμο, ἀλλά πάντοτε εὑρισκόμενο σέ κατάσταση συνεχοῦς ἀναμόρφωσης, ἡ ἐπιτυχία τῆς ὁποίας , ἐν πολλοῖς, ἐξαρτᾶται ἀπό τό ρυθμό λειτουργίας τῆς ἐσωτερικῆς καί ἐξωτερικῆς ἐλευθερίας μας, ὡς ἀπαραίτητης προϋπόθεσης κατανόησης καί ἀποδοχῆς τοῦ θελήματος καί τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ.
Ὁ ἴδιος ὁ Ἀπόστολος, πρίν ἀπό τήν ἄμεση κλήση του ὑπό τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, στήν πορεία του πρός τή Δαμασκό, ἦταν φανατικά «συσχηματισμένος» μέ τό θρησκευτικό καί κοινωνικό του περιβάλλον καί, κατά συνέπεια, τό γνωμικό του θέλημα τόν ὁδηγοῦσε νά ἐγκληματεῖ κατά τοῦ Χριστοῦ καί τῶν Χριστιανῶν.
Δέν πρέπει νά διαφεύγει τῆς προσοχῆς μας, ὅτι αὐτό τό ἐγκληματικό γνωμικό θέλημά του, τό ἐπικύρωναν οἱ κοινωνικοί καί θρησκευτικοί παράγοντες τοῦ τότε «αἰῶνος». Ἐθεωρεῖτο ἄψογος ἐνῶ λειτουργοῦσε τήν ὑπαρξή του ἐγκληματικά! Σέ μιά ὅμοια κατάσταση, στίς μέρες μας καί κατά ἕνα μεγάλο ποσοστό τοῦ συνόλου πληθυσμοῦ τῆς Χώρας μας, βρίσκονται καί οἱ βαπτισμένοι στήν ἱερά Κολλυμβήθρα τῆς Ἐκκλησίας μας Χριστιανοί, ἀκριβῶς ἐξαιτίας τοῦ ὅτι ἔχουν συσχηματιστεῖ τῷ αἰῶνι τούτῳ. Τό γνωμικό τους θέλημα, εἶναι ἀντίθετο πρός τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, τῆς Καινῆς Διαθήκης τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, καί βρίσκεται συσχηματισμένο μέ τά φρονήματα τῆς σύγχρονης ούμανιστικῆς καί ἡδονολατρικῆς κοινωνίας, τῆς παραπαιούσης μεταξύ ἀμοραλισμοῦ καί ἐγκληματικῆς διαστροφῆς.
Πηγή: Ιερά Μονή Αγίου Ιωάννου Καρέα