Και τη φετινή χρονιά τηρήθηκε ο από ετών καθιερωμένος θεσμός, του εορτασμού της λεγομένης «θρονικής εορτής του Πατριαρχικού θρόνου», στην οποία το Οικουμενικό Πατριαρχείο σε πανηγυρική ατμόσφαιρα τίμησε τη μνήμη του ιδρυτού του, Αγίου Αποστόλου Ανδρέου του Πρωτοκλήτου. Κατ’ αρχήν το να τιμάται η μνήμη του ιδρυτού μιας Τοπικής Εκκλησίας, όχι μόνο δεν είναι αξιοκατάκριτο, αλλά και επιβεβλημένο. Εδώ όμως, στην προκειμένη περίπτωση, έχουμε την καθιέρωση ενός θεσμού στον οποίο ουσιαστικά έχουμε τον εορτασμό δύο εορτών. Διότι παράλληλα με την εορτή της μνήμης του αγίου Ανδρέου, έχει εισαχθεί στο Φανάρι εδώ και δεκαετίες μια δεύτερη εορτή, η λεγόμενη «θρονική εορτή του Πατριαρχικού θρόνου», που είναι κάτι άλλο από την εορτή της μνήμης του αγίου Ανδρέου. Σε καμιά περίπτωση δεν ταυτίζονται οι δύο αυτές εορτές, διότι ο άγιος Ανδρέας δεν ίδρυσε κάποια «θρονική εορτή». Τοπική Εκκλησία ίδρυσε. Πρόκειται για ένα θεσμό ουσιαστικά ξένο προς την εκκλησιαστική μας Παράδοση, παντελώς άγνωστο, όχι μόνο στην αρχαία Εκκλησία, αλλά και στην πρόσφατη εκκλησιαστική μας ιστορία. Ο θεσμός των «θρονικών εορτών» είναι παπικής εμπνεύσεως, που καθιερώθηκε εδώ και δεκαετίες στη Ρώμη, για να τονιστεί η ψευδής παράδοση, ότι δήθεν ο ιδρυτής της εκεί Εκκλησίας υπήρξε ο «πρίγκιπας των αποστόλων» Πέτρος, στην καθέδρα και στον θρόνο του οποίου κάθεται, «θείω δικαίω», ο μοναδικός διάδοχός του, Πάπας της Ρώμης. Καθιερώθηκε και στην Ορθόδοξη Ανατολή, προφανώς για να τονιστεί η θέση του Οικουμενικού Πατριάρχου, ως «πρώτου της Ορθοδοξίας» και κατ’ επέκταση να τονιστεί η κακόδοξη θεωρία που επεκράτησε τα τελευταία χρόνια σε οικουμενιστικούς κύκλους του Φαναρίου, η θεωρία του «πρώτου άνευ ίσων» στην Ορθόδοξη Εκκλησία.
Δυστυχώς δεν είναι μόνον η καινοφανής καθιέρωση αυτής της εορτής, (αυτό θα ήταν το λιγότερο), αλλά τα κατ’ έτος λεγόμενα και πραττόμενα σ’ αυτήν, θλιβερά όντως και αξιοδάκρυτα, με τα οποία έχουμε ασχοληθεί κατ’ επανάληψη σε προηγούμενες δημοσιεύσεις μας. Από τα εκτενή δημοσιεύματα και τα πλούσια φωτογραφικά στιγμιότυπα, είδαμε και φέτος να επαναλαμβάνεται το ίδιο περίπου σκηνικό, οι ίδιες συμπροσευχές με τους αιρετικούς Παπικούς και μάλιστα μέσα στο μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας, η ίδια απαράδεκτη κατάσταση. Φυσικά δεν πρόκειται να επανέλθουμε και πάλι σε όσα ήδη έχουμε επισημάνει, (δεν έχει άλλωστε κανένα νόημα), αφού και ο πιστός λαός του Θεού έχει ενημερωθεί επαρκώς, και οι υπεύθυνοι για τα όσα απαράδεκτα διαδραματίζονται κάθε χρόνο, παραμένουν αμετανόητοι. Θα περιοριστούμε απλώς να σχολιάσουμε ορισμένα μόνο σημεία της προσφωνήσεως του Οικουμενικού Πατριάρχου κ. Βαρθολομαίου στην επίσημη αντιπροσωπεία των Παπικών, υπό τον Καρδινάλιο Κουρτ Κοχ, Πρόεδρο του Ποντιφικού Συμβουλίου για την Χριστιανική Ενότητα.
Σύμφωνα με την ειδησεογραφία, (βλ. ιστολόγιο «Βήμα Ορθοδοξίας») στην προσφώνησή του ο Οικουμενικός Πατριάρχης αναφέρθηκε και πάλι στον Θεολογικό διάλογο μεταξύ Ρωμαιοκαθολικών και Ορθοδόξων που διεξάγεται από το 1980 και εντεύθεν: «Τα νέα υπό εξέταση θέματα, [του Διαλόγου], θα δώσουν ισχυρά ώθηση στη συνέχιση της προσπάθειας αντιμετώπισης των ζητημάτων που διαιρούν τις δύο Εκκλησίες. Ο επίσημος Θεολογικός Διάλογος είναι ο έτερος πυλών των σχέσεων μεταξύ Ορθοδόξου και Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας, ο οποίος είναι αδιανόητος χωρίς τον παράλληλον διάλογον της αγάπης…. Εξ άλλου, αι δυσκολίαι εις τον Θεολογικόν Διάλογον συνδέονται με την πολυπλοκότητα των συζητουμένων θεμάτων, τα οποία, επί αιώνας, απησχόλουν και διήρουν τας Εκκλησίας ημών». Εδώ επαναλαμβάνεται η ίδια δογματική πλάνη της θεωρήσεως των Ρωμαιοκαθολικών ως αληθούς Εκκλησίας, η οποία όμως ευρίσκεται εν διαιρέσει με την Ορθόδοξη Εκκλησία. Η «Σύναξη Ορθοδόξων Κληρικών και Μοναχών» ασχολήθηκε στο παρελθόν με την εν λόγω οικουμενιστική θεωρία περί Μιάς, (σύμφωνα με το σύμβολο της Πίστεως) και ταυτόχρονα διηρημένης Εκκλησίας, σε θεολογική μελέτη με τίτλο «Η νέα εκκλησιολογία του Οικουμενικού Πατριάρχου κ. Βαρθολομαίου και επίκαιρα ομολογιακά κείμενα», που δημοσιεύθηκε τον Ιανουάριο του 2015, και παραπέμπουμε εκεί τον αναγνώστη. Εμείς τούτο μόνον το ερώτημα θα θέλαμε να θέσωμε στον Παναγιώτατο, χωρίς βέβαια να υπάρχει ελπίς, ότι θα λάβωμε ποτέ απάντηση: Πως συμβαίνει, Παναγιώτατε, να ομιλείτε περί Διαλόγου με τους ετεροδόξους αιρετικούς και να επιζητείτε με κάθε τρόπο να συνεχισθεί ο Διάλογος, καθ’ όν χρόνον αρνείσθε τον Διάλογο με την ομόδοξο αδελφή Εκκλησία της Ρωσίας με αφορμή το φλέγον και καυτό ουκρανικό ζήτημα, που συγκλόνισε πρόσφατα ολόκληρο τον Ορθόδοξο κόσμο; Πως εσείς ο θερμός υπέρμαχος του Διαλόγου, δεν θελήσατε τουλάχιστον να λάβετε υπ’ όψιν σας, ούτε υποχωρήσατε μπροστά στις θερμές εκκλήσεις και παρακλήσεις πολλών άλλων Ορθοδόξων Τοπικών Εκκλησιών, οι οποίες σας υπέδειξαν ως τον μόνο ενδεδειγμένο τρόπο επιλύσεως του ουκρανικού ζητήματος τον Διάλογο και μάλιστα εν Συνόδω με πανορθόδοξο συμμετοχή όλων των Τοπικών Εκκλησιών; Δεν είναι αυτό υποκρισία;
Παρά κάτω δεν παρέλειψε ο Παναγιώτατος να στραφεί και μάλιστα με υβριστικούς χαρακτηρισμούς, εναντίον όλων εκείνων που με τη Χάρη του Θεού αγωνίζονται κατά του Οικουμενισμού και των αντορθοδόξων αποφάσεων της «Συνόδου» της Κρήτης, στηλιτεύοντας και ανατρέποντας, με βάση την αγία Γραφή και τους αγίους Πατέρες μας, όσα κακόδοξα γράφονται και λέγονται και όσα κατά παράβαση των Ιερών Κανόνων διαπράττονται. Είπε τα εξής: «Εις δε τους εκπροσώπους του αντιοικουμενικού και αντιδιαλογικού φονταμενταλισμού, λέγομεν, μετ᾿ εμφάσεως, ότι όχι μόνον δεν είναι οι αυθεντικοί υπερασπισταί της εκκλησιαστικής Παραδόσεως, ως οι ίδιοι θεωρούν τον εαυτόν των, αλλά ότι παρερμηνεύουν και παραποιούν την γνησίαν Παράδοσιν, και διά του ου κατ᾿ επίγνωσιν ζήλου των, διχάζουν τον λαόν του Θεού. Ως απεφάνθη η Αγία και Μεγάλη Σύνοδος, “κοινός” και “ενιαίος” σκοπός εις πάντας τους Θεολογικούς Διαλόγους, τους οποίους διεξάγει η Ορθόδοξος Εκκλησία, είναι “η τελική αποκατάστασις της εν τη ορθή πίστει και τη αγάπη ενότητος” (Σχέσεις της Ορθοδόξου Εκκλησίας προς τον λοιπόν χριστιανικόν κόσμον, § 12). Το κοινόν ποτήριον της Θείας Ευχαριστίας προϋποθέτει την κοινήν πίστιν, την πλήρη συμφωνίαν εις την ομολογίαν της πίστεως». Τον ευχαριστούμε πολύ για τον υβριστικό χαρακτηρισμό: «αντιδιαλογικοί φονταμενταλιστές», και δοξάζουμε τον Κύριο που μας αξίωσε για μια ακόμη φορά να υβριστούμε για την αγάπη του, για τον μικρό μας αγώνα υπέρ της Ορθοδοξίας και να μιμηθούμε έτσι έστω και στο ελάχιστο τους αγίους Πατέρες μας. Θα θέλαμε όμως να πληροφορήσουμε τον Παναγιώτατο, ότι κατ’ επανάληψη στο παρελθόν, σε παλαιότερες δημοσιεύσεις μας ζητήσαμε να έχουμε διάλογο μαζί του. Δεν λάβαμε δυστυχώς καμία πρόσκληση, ούτε καν απάντηση. Δεν αρνούμεθα εμείς τον διάλογο μαζί του. Εκείνος τον αρνείται. Λυπούμεθα επίσης διότι απορρίπτει συλλήβδην όσα κατά καιρούς γράψαμε, χαρακτηρίζοντας αυτά ως έκφραση φονταμενταλισμού. Γιατί όμως; Είναι φανατισμός το να ελέγχουμε την κακοδοξία και την πλάνη; Ο έλεγχος της αιρέσεως με σκοπό την προφύλαξη του ποιμνίου μας από αυτήν δεν εντάσσεται μέσα στα ποιμαντικά μας καθήκοντα; Δεν μας εφιστά την προσοχή πάνω στο θέμα αυτό ο ίδιος ο Κύριος; «Προσέχετε δὲ απὸ των ψευδοπροφητών», (Ματθ. 7,15). Ή μήπως όσα γράφουμε, αποτελούν δικές μας ιδεολογίες και αντιλήψεις; Δεν στηρίζουμε όλα όσα γράφουμε στην Πατερική και Συνοδική μας Παράδοση; Ας μας υποδείξει ο Παναγιώτατος έστω και ένα ισχυρισμό μας, έστω και μία επισήμανσή μας, χωρίς την αντίστοιχη βιβλική και πατερική θεμελίωση.
Ισχυρίζεται ακόμη ότι παρερμηνεύομε και «παραποιούμε την γνησία Παράδοση» και «διχάζουμε τον λαό του Θεού». Και αυτές οι κατηγορίες πολύ βαριές και ασήκωτες. Διότι αν αληθεύουν τότε εμείς ως παραχαράκτες της γνησίας Πατερικής Παραδόσεως βρισκόμαστε σε πλάνη και αίρεση. Και ακόμη ως υπαίτιοι διαιρέσεως και σχίσματος είμαστε ένοχοι βαρύτατου αμαρτήματος, που δεν ξεπλένεται ούτε με το αίμα του μαρτυρίου. Αλλά πού και πώς και πότε παραχαράξαμε και παρερμηνεύσαμε την αγία Γραφή και τους αγίους Πατέρες μας; Δεν έκανε τον κόπο ο Παναγιώτατος, να αποδείξει και να τεκμηριώσει τους ισχυρισμούς του. Περιορίστηκε απλώς να επισημάνει: «Ως απεφάνθη η Αγία και Μεγάλη Σύνοδος, “κοινός” και “ενιαίος” σκοπός εις πάντας τους θεολογικούς διαλόγους, τους οποίους διεξάγει η Ορθόδοξος Εκκλησία, είναι “η τελική αποκατάστασις της εν τη ορθή πίστει και τη αγάπη ενότητος”». Αλλά που βρίσκεται αυτή η «ορθή» πίστη; Η «ορθή» πίστη είναι κάτι το ζητούμενο, το οποίο καλούμεθα να ανακαλύψουμε μέσω των Διαλόγων; Δεν βρίσκεται στη Μία και μόνη αληθή Εκκλησία του Χριστού, την Ορθόδοξη Εκκλησία και συνεπώς δεν μπορεί να βρίσκεται ταυτόχρονα και στον Παπισμό; Θα παρακαλούσαμε τον Παναγιώτατο να διακηρύξει ξεκάθαρα, πού, κατά την γνώμη του, βρίσκεται η «ορθή» πίστη, εφ’ όσον αποδέχεται ως αληθείς και πλήρεις Εκκλησίες τόσο τον Παπισμό, όσο και την Ορθοδοξία.
Θα θέλαμε ακόμη να θέσωμε το ερώτημα στον Παναγιώτατο: Μήπως άραγε μεταξύ των μη αυθεντικών εκφραστών της εκκλησιαστικής Παραδόσεως, θα πρέπει να συγκαταριθμήσουμε και μια σειρά από μεγάλους Πατέρες της Εκκλησίας μας, που καταπολέμησαν τις αιρετικές διδασκαλίες του Παπισμού; Αναφέρομε μερικούς, όπως τον Μέγα Φώτιο, τον άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά, τον άγιο Συμεών Θεσσαλονίκης, τον άγιο Μάρκο τον Ευγενικό, τον άγιο Κοσμά τον Αιτωλό, τον άγιο Νικόδημο τον Αγιορείτη, τον άγιο Αθανάσιο τον Πάριο, τον άγιο Ιουστίνο Πόποβιτς, τον άγιο Νικόλαο Αχρίδος, κ. α. Μήπως θα πρέπει να τους χαρακτηρίσουμε ως «θύματα του αρχεκάκου όφεως»; Όπως είναι γνωστό, αυτοί υπήρξαν πολύ περισσότερο από εμάς αυστηροί στα θέματα της Ορθοδόξου πίστεως και έγραψαν πολύ πιο αιχμηρά, από εμάς τους σύγχρονους «φονταμενταλιστές», συγγράμματα, καταδικάζοντας τις αιρέσεις και στηλιτεύοντας την αμετανοησία των αιρετικών και κυρίως των παπικών!
Ιδιαίτερη αναφορά έκανε ακόμη και στο επίμαχο ουκρανικό ζήτημα. Είπε: «Ενώ εις τον Θεολογικόν ημών Διάλογον, επί της αρχής ταύτης καθορίζεται η σχέσις ενότητος εν τη πίστει και ευχαριστιακής κοινωνίας, δυστυχώς, εις την εν εξελίξει διαδικασίαν χορηγήσεως Αυτοκεφαλίας εις τον εν Ουκρανία λαόν του Θεού εκ μέρους του καθ᾿ ημάς Οικουμενικού Θρόνου, ως εγένετο και κατά το παρελθόν εις αντιστοίχους περιπτώσεις, με σκοπόν να επέλθη ειρήνευσις εν Ουκρανία, να προληφθούν περαιτέρω διασπάσεις, να αναπαυθή ο εμπερίστατος Ουκρανικός λαός και να ενισχυθή η ενότης και η ευστάθεια της Ορθοδόξου Εκκλησίας, η αδελφή Εκκλησία της Ρωσσίας, αντιδρώσα εις το Ουκρανικόν Αυτοκέφαλον, διέκοψε την ευχαριστιακήν κοινωνίαν μετά του Οικουμενικού Πατριαρχείου….Η στάσις αύτη του Πατριαρχείου Μόσχας στερείται θεολογικού και εκκλησιολογικού θεμελίου, και αντίκειται προς την Παράδοσιν της Μιάς, Αγίας, Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας». Οι παρά πάνω λόγοι του κ. Βαρθολομαίου, κατά την ταπεινή μας γνώμη, πόρω απέχουν από το να αποτυπώνουν την αλήθεια των πραγμάτων. Όπως είναι γνωστό η δρομολόγηση χορηγήσεως Αυτοκεφάλου στην Ορθόδοξη Εκκλησία της Ουκρανίας από το Οικουμενικό Πατριαρχείο τους τελευταίους μήνες, δημιούργησε μια άνευ προηγουμένου κρίση στις σχέσεις του με το Πατριαρχείο της Ρωσίας. Κυριολεκτικά συντάραξε όλη την ανά την οικουμένη Ορθοδοξία και δημιούργησε σχίσμα, το οποίο θεωρήθηκε από πολλούς ως το μεγαλύτερο σχίσμα στην ιστορία της Εκκλησίας μετά το σχίσμα του 1054. Η αυθαίρετη και αντικανονική εισπήδηση του Οικουμενικού Πατριαρχείου στο κανονικό έδαφος της Εκκλησίας της Ρωσίας, όπου από αιώνων σταθερά ανήκε το Κίεβο, εκτός κάποιων ανωμάλων περιόδων ξενικών κατακτήσεων, πυροδότησε μια σειρά αλυσυδωτών εξελίξεων, με αποτέλεσμα τα περισσότερα Πατριαρχεία και Αυτοκέφαλες Εκκλησίες να πάρουν θέση πάνω στο θέμα και να εκφράσουν την κάθετη διαφωνία τους προς τις ενέργειες του Φαναρίου και να ζητήσουν την σύγκληση Πανορθοδόξου Συνόδου για την επίλυση του θέματος. Πλήν ματαίως, διότι το Οικουμενικό Πατριαρχείο δυστυχώς αδιαφόρησε, αρνήθηκε τον Διάλογο και μάλιστα εν Συνόδω. Γύρω από το όλο ζήτημα ασχολήθηκαν διακεκριμένες προσωπικότητες και ειδικοί ερευνητές, όπως ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης μας κ.κ. Σεραφείμ και ο πρωτοπρ. π. Θεόδωρος Ζήσης, ομότιμος καθηγητής της Θεολογικής Σχολής του Α.Π.Θ., οι οποίοι σε μελέτες και δημοσιεύσεις τους μας έδωσαν τις πραγματικές διαστάσεις του ουκρανικού ζητήματος.
Συγκεκριμένα ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης μας επισημαίνει τα εξής πολύ σημαντικά: «Κατά ταύτα το Σεπτό Οικουμενικό Πατριαρχείο δύναται να χορηγήσει αυτοκεφαλία σε εκκλησιαστική δομή που το ζητεί και που πληροί τους κανονικούς όρους, αλλά στην συγκεκριμένη περίπτωση της Ουκρανίας εγείρεται το θέμα ότι η μόνη κανονική εκκλησιαστική δομή της χώρας, που με απόφαση του Οικουμενικού Πατριάρχου Διονυσίου του Δ΄ από το 1686 διοικείται από το Πατριαρχείο Μόσχας δεν επιθυμεί και δεν επιδιώκει σήμερα την ανακήρυξη της σε αυτοκέφαλη Εκκλησία. Την αυτοκεφαλία της Ουκρανικής Ορθοδόξου Εκκλησίας επιδιώκουν ο δυτικόφιλος ουνίτης Πρόεδρος της χώρας Πέτρο Ποροσένκο, το κοινοβούλιο της χώρας και δύο σχισματικές εκκλησιαστικές δομές, η ‘Ουκρανική Ορθόδοξη Εκκλησία-Πατριαρχείο Κιέβου’, που αποσπάστηκε το 1992 από το Ρωσικό Πατριαρχείο με σκληρές επιθέσεις και αναθέματα κατά του Πατριαρχείου της Μόσχας με επικεφαλής τον καθηρημένο και αναθεματισμένο πρώην Μητροπολίτη Κιέβου μοναχό Φιλάρετο (Ντενισένκο) και η ‘Ουκρανική Αυτοκέφαλη Ορθόδοξη Εκκλησία’, που δημιουργήθηκε το 1921 από τις Σοβιετικές Αρχές και ένεκεν της συμπράξεώς της με τους Ναζί κατακτητές της χώρας κατεδιώχθη και συνέπτυξε ‘εκκλησία των κατακομβών’ και μετά ταύτα ανεβίωσε το 1980 από τον αυτοπροσδιοριζόμενο ως ‘Πατριάρχη’ Μοστισλάβ που ζούσε στη Δύση και σήμερα διοικείται από τον αυτοπροσδιοριζόμενο ως ‘Μητροπολίτη Κιέβου και πάσης Ουκρανίας’ Μακάριο Μαλέτιτς.
Το Σεπτό Οικουμενικό Πατριαρχείο απέστειλε δύο εξάρχους για την διερεύνηση του θέματος και απεφάσισε Συνοδικώς να χορηγήσει αυτοκεφαλία στην Ορθόδοξη Εκκλησίας της Ουκρανίας απροσδιορίστως προς το παρόν και βέβαια όχι στην αναγνωριζομένη υπό πάντων και υπό του Σεπτού Οικουμενικού Πατριαρχείου κανονική Ορθόδοξη Εκκλησία της Ουκρανίας υπό τον Μητροπολίτη Ονούφριο που κανονικώς εξαρτάται από το Πατριαρχείο της Μόσχας που δεν το επιθυμεί και δεύτερον απεκατέστησε στην κανονική τάξη τις δύο σχισματικές ‘Εκκλησιαστικές’ δομές με τους επικεφαλής των, των οποίων την κανονική κατάσταση ουδεμία Ορθόδοξη Εκκλησία ανεγνώριζε. Ειδικώτερα ο μοναχός Φιλάρετος Ντενισένκο, κληρικός τυγχάνων του Πατριαρχείου Μόσχας ως Μητροπολίτης Κιέβου το 1992 καθηρέθη εκ του υψηλού της αρχιερωσύνης υπουργήματος και μετά ταύτα ανεθεματίσθη για την πρόκλησι σχίσματος αλλά και για ετέρας αντικανονικάς αυτού ενεργείας, ο δε έτερος ουδεμία κανονική χειροτονία κέκτηται προερχόμενος εξ ‘Ιεραρχίας’ μιας μορφής ‘ζώσης Εκκλησίας’ του Σοβιετικού Καθεστώτος που συνεστήθη το 1921» (18.10.2018).
Στη συνέχεια διαπραγματεύεται το θέμα, εάν και κατά πόσον «η απόφασις τελείας συνόδου προεδρευομένης υπό Πατριάρχου ως είναι η σύνοδος του Πατριαρχείου Μόσχας είναι ανέκκλητος ή δύναται να εκκληθή ενώπιον άλλης Πατριαρχικής συνόδου». Αποδεικνύει δε με αδιάσειστες μαρτυρίες από τους Ιερούς Κανόνες, ότι δεν υφίσταται εν προκειμένω «έκκλητον». Καταλήγει δε επισημαίνοντας ότι: «Συνεπώς κανονικό δικαίωμα επανεξετάσεως της υποθέσεως του Μοναχού Φιλαρέτου Ντενισένκο μετά τις αποφάσεις της τελείας Πατριαρχικής Συνόδου του Πατριαρχείου Μόσχας, έχει μόνον η Οικουμενική Σύνοδος, όπως άλλωστε ο Σεπτός Οικουμενικός Πατριάρχης κ.κ. Βαρθολομαίος με το υπ’ αριθμ. 1203/29.8.1999 Πατριαρχικόν Του Γράμμα προς τον Μακαριστόν Πατριάρχην Μόσχας κυρόν Αλέξιον αποδέχεται γράφων: ‘Εις απάντησιν προς σχετικό τηλεγράφημα και γράμμα της Υμετέρας λίαν αγαπητής και περισπουδάστου Μακαριότητος, επί του ανακύψαντος προβλήματος εν τη καθ’ Υμάς αδελφή Αγιωτάτη Εκκλησία της Ρωσσίας, όπερ πρόβλημα ωδήγησε την Ιεράν Σύνοδον αυτής όπως προβή, δι’ ούς οίδεν αύτη λόγους, εις την καθαίρεσιν του άχρι πρότινος εκ των τα πρώτα φερόντων Συνοδικού μέλους αυτής Μητροπολίτου Κιέβου κυρίου Φιλαρέτου, επιθυμούμεν ίνα γνωρίσωμεν τη Υμετέρα Αγάπη αδελφικώς ότι η καθ’ ημάς Αγία του Χριστού Μεγάλη Εκκλησία αναγνωρίζουσα εις το ακέραιον την επί του θέματος αποκλειστικήν αρμοδιότητα της υφ’ Υμάς αγιωτάτης Εκκλησίας της Ρωσίας αποδέχεται τα Συνοδικώς αποφασισθέντα περί του εν λόγω, μη επιθυμούσα το παράπαν ίνα παρέξη οιανδήτινα δυσχέρειαν εις την καθ’ Υμάς αδελφήν Εκκλησίαν». Χρειάζεται άραγε κάποιο σχόλιο πάνω στο τραγελαφικό φαινόμενο, να ανατρέπει το Οικουμενικό Πατριαρχείο τον ίδιο τον εαυτό του, ακυρώνοντας παλαιότερη απόφασή του με νεώτερη; Χωρούν παιχνίδια και παλινδρομήσεις πάνω σε νομοκανονικής φύσεως θέματα;
Περαίνοντας εκφράζουμε για μια ακόμη φορά την πικρία και την απογοήτευσή μας για όσα αναληθή και ανεπίτρεπτα ελέχθησαν και επράχθησαν κατά την φετινή «θρονική εορτή του οικουμενικού θρόνου». Λυπούμαστε, που οι ιθύνοντες του Φαναρίου, ενώ εκδηλώνουν θερμό ζήλο για τη συνέχιση ενός χρεοκοπημένου Διαλόγου με τους εκτός της Εκκλησίας Παπικούς, παράλληλα αρνούνται κάθε Διάλογο με την εντός Αυτής αδελφή Εκκλησία της Ρωσίας. Ας μην ελπίζουν ότι θα υπάρξει περαιτέρω επιτυχής συνέχιση του Διαλόγου με τους Ρωμαιοκαθολικούς, διότι η αδελφή Εκκλησία της Ρωσίας που εκπροσωπεί από πλευράς πληθυσμού το ήμισυ περίπου της παγκοσμίου Ορθοδοξίας, δεν θα συμμετάσχει στις Μικτές Επιτροπές επί του Θεολογικού Διαλόγου. Ματαίως προσπαθούν να πείσουν εαυτούς και αλλήλους, ότι με την λεγόμενη «Ενωτική Σύνοδο», η οποία πρόσφατα πραγματοποιήθηκε στην Ουκρανία θα ενώσουν τα διεστώτα, θα «επέλθη ειρήνευσις εν Ουκρανία», θα «προληφθούν περαιτέρω διασπάσεις», και θα «αναπαυθή ο εμπερίστατος Ουκρανικός λαός», όπως ισχυρίζονται. Είμαστε απολύτως βέβαιοι, ότι με όσα έπραξαν επέτυχαν το ακριβώς αντίθετο, να οδηγήσουν τον Ορθόδοξο λαό της Ουκρανίας σε νέα εμφύλια διαμάχη και αλληλοσπαραγμό. Ευχόμαστε ο Θεός να φωτίσει και τον κ. Βαρθολομαίο και τους περί αυτόν, ώστε να έρθουν σε μετάνοια, προτού να σημάνει η φοβερή ώρα του θανάτου, ώστε να επιτύχουν την σωτηρία τους. Αμήν.
Γραφείο αιρέσεων και παραθρησκειών της Ιεράς Μητροπόλεως Πειραιώς (Αρχ. Παύλος Δημητρακόπουλος)