ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΒΑΪΩΝ
Η ήμερα Κυριακή των Βαΐων, παίρνουμε τα βάγια στα χέρια μας και εορτάζουμε την ένδοξη και θριαμβευτική είσοδο του Χριστού στα Ιεροσόλυμα. Έχουμε όμως κατανοήσει τί είναι και τί έκανε για εμάς ο Χριστός; Γιατί η σημερινή ημέρα σηματοδοτεί το εγκόσμιο τέλος και την κορύφωση του έργου Του, του σωτηρίου έργου Του για εμάς; Ο Χριστός πορεύεται προς το θάνατο, θυσιάζοντας τον εαυτό Του και χύνοντας το πανάγιο αίμα Του.
Βιώνοντας αυτή την πραγματικότητα, αναλογιζόμαστε τί θα μπορούσε να κάνει περισσότερο για εμάς απ’ αυτή τη θυσία; Τί άλλο τρόπο θα εύρισκε, για να μας κάνει να πιστέψουμε ότι είναι η σωτηρία μας; Γιατί ο Χριστός είναι ο σωτήρας μας και ο λυτρωτής μας. Αυτός που έδωσε ολόκληρη την ύπαρξή Του για τον άνθρωπο. Θα ήταν λοιπόν τουλάχιστον επιπόλαιο και χαζό να αφήσουμε όλη αυτή τη θυσία να πάει χαμένη.
Μιλώντας για το δικό Του Σώμα, δηλαδή για την ύπαρξή Του, εννοούμε τη θεία Ευχαριστία, όπου εκτελείται το μυστήριο της μεγάλης δωρεάς Του και καλεί όλους μας να μετέχουμε. Είναι η θεία κοινωνία του Σώματος και του Αίματός Του, και παρέχεται για συγχώρηση των αμαρτιών και για την αιώνια ζωή. Έτσι, καθώς αρχίζει η Mεγάλη Εβδομάδα των Παθών του Χριστού, καλούμαστε να πορευτούμε μαζί Του με καθαρότητα και ετοιμότητα. Και αυτή είναι η ιερά εξομολόγηση, δηλαδή η απεμπλοκή του εαυτού μας από ότι κακό και αισχρό υπάρχει μέσα μας.
Μόνο έτσι καθαροί και έτοιμοι μπορούμε να συμπορευτούμε μαζί Του στο Πάθος και να έχουμε κοινωνία Αναστάσιμη. Διαφορετικά θα μοιάζουμε με τον Ιούδα και τους άρχοντες του Ισραήλ και θα ξαναπροδίδουμε και θα ξανασταυρώνουμε τον Χριστό. Όλοι αυτοί, που έτσι πορεύονται, «είναι τάχα στην Εκκλησία αυτές τις ημέρες, αλλά δεν είναι με τον Χριστό». Μπορεί να κάνουν το σταυρό τους, όπως τον κάνουν, αλλά δεν καταλαβαίνουν το νόημα της Σταυρώσεως.
Ανάβουν κεριά, αναστάσιμα μεγάλα και φανταχτερά, αλλά τίποτε μέσα τους δεν φωτίζει· μένουν στο σκοτάδι και στην καταχνιά της δικής τους ζωής. Ακόμη ετοιμάζουν πλούσια τραπέζια και κάθονται να γευτούν τα αγαθά του Θεού και δεν αισθάνονται την ανάγκη να μετέχουν στο δικό Του τραπέζι, τη θεία Κοινωνία. Μπορεί να κρατούν βάγια στο χέρι σήμερα και να φωνάζουν το «ὡσαννά!» αλλά αύριο δεν θα διστάσουν να ταυτιστούν με τους άλλους και να φωνάξουν και εκείνοι το «σταυρωθήτω!».
«Μπορεί βέβαια να μην το πούνε στο Χριστό, αλλά θα το πουν στον αδελφό τους, όπου γι’ αυτόν πέθανε ο Χριστός». Γι’ αυτό, ξεκινώντας την Αγία και Mεγάλη Εβδομάδα, οφείλουμε να συμφιλιωθούμε πρώτα με τον εαυτόν μας και ύστερα με όλους τους αδελφούς μας όποιοι και αν είναι αυτοί. Μόνο με αυτό τον τρόπο θα μπορέσουμε να σηκώσουμε το σταυρό του Χριστού.
Ας διώξουμε τη σκοτεινιά που φωλιάζει μέσα μας, για να μπορεί να λάμψει το φως της Αναστάσεως μέσα στις καρδιές μας. Να ξεκουράσουμε τον εαυτό μας με τη συγχώρηση, στο ιερό μυστήριο της εξομολόγησης, για να γευτούμε την προσφορά του Αναστάντος Χριστού. Αγαπητοί μου αδελφοί, τη Mεγάλη Εβδομάδα όλοι μας πρέπει να είμαστε θλιμμένοι.
Τα μάτια μας να γεμίζουν δάκρυα και τα χείλη μας να ψελλίζουν τους ύμνους της Εκκλησίας. Κάτω από το Σταυρό πλακώνεται η ψυχή μας και κλαίμε. Κλαίμε για τα πάθη του Χριστού· για τον πόνο Του· για τις κακουχίες Του. Και θλιβόμαστε για το ανθρώπινο έγκλημα…
Όμως, αντί να κλαίμε για το Χριστό, ας κλάψουμε «για μας και για τις αμαρτίες μας· για εκείνες άλλωστε ο Χριστός ανέβηκε στο Σταυρό!». Και τέλος κρατώντας τα βάγια στο χέρι, να ανοίξουμε τις καρδιές μας και ας πούμε στο Χριστό, που έρχεται να πάθει και να αναστηθεί για μας. «Εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου». Αμήν.
ΜΕΓΑΛΗ ΔΕΥΤΕΡΑ
Χθες, αγαπητοί μου, μιλήσαμε για το θαύμα της ξηρανθείσης συκής, πού είναι σύμβολο του ανθρώπου ή του λαού πού δεν έχει να παρουσίαση καρπούς. Συνεχίζουμε τώρα. Ο Χριστός τη νύχτα της Μεγάλης Δευτέρας βγήκε πάλι έξω από τα Ιεροσόλυμα, βρήκε ένα τόπο έρημο, και εκεί διανυκτέρευσε με τους μαθητές του. Το πρωΐ της Τρίτης επέστρεψε στην πόλη.
Ανέβηκε στο ναό του Σολομώντος και στάθηκε στο προαύλιο. Εκεί τον περίμενε λαός, που διψούσε να ακούσει τα θεϊκά του λόγια. Τον περίμεναν όμως και εχθροί. Εχθροί του Χριστού ήταν τα τρία μεγάλα κόμματα που κυριαρχούσαν τότε στην δημοσία ζωή. Το ένα κόμμα ήταν οι Ηρωδιανοί, το δεύτερο οι Σαδδουκαίοι, και το τρίτο οι Φαρισαίοι. Όπως σήμερα έχουμε κόμματα που διαιρούν το λαό, έτσι και την εποχή εκείνη. Και δυστυχώς τα κόμματα δεν θα εκλείψουν όσο διαρκεί αυτή ή ζωή.
Οι Ηρωδιανοί ήταν οι άνθρωποι του Ηρώδου, του βασιλέως της Ιουδαίας τον οποίο είχε εγκαταστήσει η ρωμαϊκή εξουσία ήταν φίλοι του Καίσαρα. Οι Σαδδουκαίοι ήταν τρόπον τινά οι υλιστές της εποχής εκείνης δεν παρεδεχόντουσαν την αθανασία της ψυχής και την ανάσταση των νεκρών, και έλεγαν ότι ό άνθρωπος ψοφάει όπως το ζώο. Οι δε Φαρισαίοι καυχόντουσαν για τις αρετές τους θεωρούσαν τον εαυτό τους ως την αφρόκρεμα της κοινωνίας, και περιφρονούσαν τους άλλους ως αμαρτωλούς.
Τρία κόμματα. Είχαν διαφωνίες, μισούσε το ένα το άλλο, αλλά —περίεργο πράγμα σ’ ένα σημείο συμφωνούσαν. Όπως και σήμερα τα κόμματα διαφωνούν μέσα στη βουλή, αλλά σ’ ένα σημείο είναι όλα σύμφωνα, από την άκρα δεξιά μέχρι την άκρα αριστερά συμφωνούν στο να βάλλουν εναντίον της αγίας μας πίστεως. Έτσι και τότε τα τρία κόμματα συμφωνούσαν στο να εξοντώσουν το Χριστό. και ναι μεν δεν μπορούσαν να τον συλλάβουν άπ’ ευθείας, γιατί ήταν αγαπητός στο λαό, συμμάχησαν όμως αύτη τη φορά κατ’ άλλο τρόπο. Προσπάθησαν να τον συλλάβουν στο λόγο.
Τι έκαναν δηλαδή. Ετοίμασαν ερωτήσεις, στις οποίες νόμιζαν ότι ό Χριστός δέ’ θα μπόρεση ν’ απάντηση, θα τον μπλέξουν και θα κλονίσουν το κύρος του ως διδασκάλου, ως ραβί του Ισραήλ. Έκαναν ό,τι κάνουν στα δικαστήρια οΐ δικηγόροι, πού νύχτες ολόκληρες ετοιμάζουν ερωτήσεις, και την ώρα της δίκης περιπλέκουν μ’ αυτές τον αθώο και τον εξευτελίζουν, ότι τάχα δεν έχει το δίκαιο. Έτσι σχεδίαζαν κι αυτοί να κάνουν στο Χριστό. Ποιοι; Οι νάνοι!
Ήθελαν οι νάνοι να τα βάλουν με το γίγαντα Τι λέω γίγαντα, με το Θεό, με τον Υιό και Λόγο του Θεού. Ήθελαν οι πυγολαμπίδες να τα βάλουν με τον ήλιο, τον άδυτο ήλιο, πού είπε ότι «Εγώ ειμί ή οδός και ή αλήθεια και ή ζωή» .Απ’ όλο το ευαγγέλιο πού ακούσαμε (Ματθ. 22,1523,39) ας στρέψουμε την προσοχή μας στις ερωτήσεις τους. Θέλετε να μάθετε τις ερωτήσεις; Μία, δύο, τρεις. Η πρώτη ερώτησης είναι των Ηρωδιανών. Τι λένε οι Ήρωδιανοί;
Πλησίασαν με πονηρία και του λένε Διδάσκαλε, ξέρουμε ότι λες πάντα την αλήθεια του Θεού και δεν υπολογίζεις κανένα. Πες μας λοιπόν, πρέπει να πληρώνουμε φόρους στο δημόσιο; Πονηρά ή έρώτησις. Πάντοτε οι λαοί αναστενάζουν κάτω από φόρους. Εάν καταργηθούν οΐ φόροι, μεγάλη ανακούφιση θα αισθανθούν οι άνθρωποι. είναι βαρύτατοι οι φόροι πού επιβάλλουν όλα τα κράτη, και μάλιστα τα σημερινά για τους εξοπλισμούς. Αυτοί λοιπόν ερωτούν πονηρά, «Να πληρώνουμε φόρους στη Ρώμη;», και θέτουν τον Κύριο προ διλήμματος.
Αν ό Χριστός απαντούσε ότι πρέπει να πληρώνουν, θα έλεγαν Αυτός είναι εναντίον του έθνους, θέλει να δουλεύει ό λαός μας σαν σκλάβος στο κατεστημένο, στους Ρωμαίους αυτοκράτορες, εμείς περιμέναμε απ’ αυτόν μεγάλα συνθήματα, και τώρα βλέπουμε να συμβιβάζεται μην τον ακούτε λοιπόν. .. «Αν πάλι έλεγε να μην πληρώνουν, τότε θα έτρεχαν στον Ηρώδη και στον Πιλάτο και θα τους έλεγαν Αυτός είναι εναντίον του κράτους, κάνει ανταρσία, συλλάβετε τον… Δύσκολη ή απάντησης.
Ο Χριστός Τι απήντησε; —Δείξτε μου, λέει, ένα νόμισμα απ’ αυτά πού κυκλοφορούν. Του έδειξαν ένα δηνάριο. Τους έρωτα. Τίνος είναι ή εικόνα και ή επιγραφή πού φέρει; (πάντοτε πάνω στα νομίσματα, όπως και σήμερα στις χρυσές λίρες Αγγλίας, υπάρχουν σκαλισμένες οι εικόνες των βασιλέων και τα γράμματα του κράτους). Του απαντούν. Του Καίσαρος. Ε λοιπόν, τους λέει, χρησιμοποιώντας το νόμισμα αναγνωρίζετε την εξουσία του καίσαρας. συνεπώς, δώστε στον καίσαρα ότι του χρωστάτε, και στο Θεό δώστε ό,τι του χρωστάτε.
«Απόδοτε ουν τα καίσαρας καίσαρι και τα του Θεού τω Θεώ» (έ.ά. 22,21). Δεν είναι του παρόντος ν’ αναπτύξουμε Τι μεγάλα νοήματα περικλείει αυτή ή απάντηση του Χριστού για τις σχέσεις Εκκλησίας και κράτους. Έτσι οι Ηρωδιανοί αποστομώθηκαν. Έρχονται τώρα οι Σαδδουκαίοι, πού δεν πίστευαν σε άλλη ζωή και σε ύπαρξη πνεύματος. Αυτοί με την ερώτηση τους κάνουν μία φανταστική υπόθεση της αισχράς διανοίας τους. Διδάσκαλε, λένε, θέλουμε να μας λύσης ένα πρόβλημα.
Ένας άντρας πήρε μια γυναίκα, αλλά πέθανε άτεκνος. Σύμφωνα με μια διάταξη του μωσαϊκού νόμου, επιτρέπετο τότε ή γυναίκα να πάρη τον αδελφό του άτέκνου. Παντρεύτηκε λοιπόν το δεύτερο αδελφό του, αλλά τίποτα πεθαίνει και αυτός άτεκνος. Παίρνει τον τρίτο αδελφό κι αυτός άτεκνος. Παίρνει τον τέταρτο τίποτα. Παίρνει τον πέμπτο, παίρνει τον έκτο, παίρνει τον έβδομο τίποτα. Όλοι πέθαναν άτεκνοι. Στον άλλο κόσμο τώρα, πού πιστεύετε εσείς, Τι θα γίνει; τίνος γυναίκα θα είναι; Αυτά τα εφτά αδέρφια θα μαλώνουν για αυτή τη μια γυναίκα; Γιατί όλοι την είχαν σύζυγο.
Κι ό Χριστός τους άπαντα. «Πλανάσθε μη ειδότες τάς γραφάς μηδέ την δύναμιν του Θεού» (έ.ά. 22,29). Στον άλλο κόσμο, εκεί πλέον θα δημιουργηθούν νέες συνθήκες εκεί δέ’ θα υπάρχει αρσενικό και θηλυκό γένος, εκεί δέ’ θα υπάρχει άντρας και γυναίκα. Εκεί θα είναι κάτι άλλο θα υποστούν αλλοίωση, μια μεταμόρφωση τα πρόσωπα των ανθρώπων, και θα ζούνε πλέον ζωή πνευματική θα ζουν όπως οι άγγελοι στον ουρανό. Γάμοι, συνοικέσια και διαζύγια δέ’ θα υπάρχουν εκεί. Όλα αυτά, οι αδυναμίες αυτές πού παρουσιάζονται εδώ στη γη, δέ’ θα υπάρχουν εκεί. Αποστομώθηκαν και αυτοί.
Τέλος έρχεται ή σειρά των Φαρισαίων. Αυτοί Τι έκαναν; Κάθονταν και ψιλοκοσκίνιζαν το νόμο του Μωϋσέως και λεπτολογούσαν γύρω από τις διατάξεις των ραβίνων. Έτσι είχαν φτιάξη εκατοντάδες εντολές, ένα πλήθος διατάξεις, ολόκληρο κατάλογο εντολών, 618 και πλέον εντολές! Ή πολυνομία όμως, όπως είναι φυσικό, επιφέρει σύγχυση. Διεπληκτίζοντο λοιπόν μεταξύ τους, ποια από τις αμέτρητες αυτές εντολές είναι ή μεγαλύτερη και σπουδαιότερη.
Και αυτό ήταν το ερώτημα πού υπέβαλε ένας άπ’ αυτούς στο Χριστό. Διδάσκαλε, ποια είναι ή μεγαλύτερη εντολή του νόμου; και ό Χριστός του απήντησε, Μεγαλύτερη εντολή είναι ή εντολή της αγάπης προς τον Θεό και αγάπης προς τον πλησίον. Έτσι αποστομώθηκαν και αυτοί. ‘Αφού ό Χριστός τους αποστόμωσε, στη συνέχεια περνάει στην αντεπίθεση και ρωτάει τους Φαρισαίους. Δέ’ μου λέτε, ό Χριστός τίνος υιός είναι; —Ό Χριστός, λένε, είναι υιός του Δαβίδ, κατάγεται απ’ το Δαβίδ.
Ναι, άλλ’ αφού είναι απόγονος του Δαβίδ, πώς ό Δαβίδ τον λέει Κύριο και μάλιστα «εν Πνεύματι», φωτιζόμενος δηλαδή από το άγιο Πνεύμα; (έ.ά. 22,43) Τον έχει απόγονο, και τον ονομάζει Κύριο, πώς είναι δυνατόν; Πώς μπορεί να είναι και απόγονος και Κύριος; Πάνε μαζί αυτά τα πράγματα;… Κανένας τους δε’ μπορούσε ν’ απάντηση. αποστομώθηκαν, κι από την ήμερα εκείνη δεν τόλμησε πλέον κανείς να του θέση τέτοια ερωτήματα. αποστομώθηκαν και δε’ μπορούσαν ν’ απαντήσουν, διότι το πρόβλημα αυτό λύνεται μόνο αν παραδεχθούμε ότι ό Χριστός είναι Θεός.
Αυτοί όμως έπ’ ουδενί λόγω μπορούσαν να δεχθούν ότι ό Χριστός είναι Θεός. Έτσι έπαψαν να τον ενοχλούν. Ό Χριστός, αδελφοί μου, απεστόμωσε τους εχθρούς του. Δε’ θα μπορούσε λοιπόν, με τη θεία δύναμη του, ν’ αποφυγή και την σύλληψη κα! το σταυρό; Ασφαλώς. Παρ’ όλα αυτά δεν αποφεύγει το ποτήριο. Ενσυνείδητος και εκουσίως βαδίζει προς τη θυσία υπέρ ημών.
ΜΕΓΑΛΗ ΤΡΙΤΗ
Τη Μεγάλη Τρίτη η Εκκλησία θυμάται την παραβολή του Ιησού για τις δέκα παρθένες, που διδάσκει τη σημασία της προνοητικότητας στη ζωή μας. Η Μεγάλη Τρίτη είναι αφιερωμένη επίσης στη δριμύτατη καταγγελία του Ιησού κατά των θρησκευτικών αρχηγών του Ισραήλ, των Γραμματέων και των Φαρισαίων. (Κατά Ματθαίον ευαγγέλιο 22, 15- 23, 39).
Οι δύο παραβολές της ημέρας. Η πρώτη είναι η παραβολή των δέκα παρθένων. «Πέντε εξ αυτών ήσαν φρόνιμοι» και είχαν πάρει μαζί με τα λυχνάρια τους και αρκετό λάδι, «πέντε ήσαν μωραί», τα λυχνάρια τους έσβησαν και δεν έγιναν δεκτές στο γαμήλιο δείπνο. Η άλλη παραβολή είναι των ταλάντων που μας διδάσκει να είμαστε εργατικοί και να καλλιεργούμε και να αυξήσουμε τα πνευματικά μας χαρίσματα.
Η παραβολή των 10 παρθένων: Πέντε φρόνιμες και πέντε μωρές παρθένες περιμένουν το Νυμφίο (γαμπρό) να έλθει να παραλάβει τη νύφη. Οι φρόνιμες, που είχαν προνοήσει φρόντισαν να πάρουν μαζί τους λάδι ώστε να έχουν για να φωτίζουν τα λυχνάρια τους. Δεν ισχύει το ίδιο όμως και για τις μωρές, οι οποίες λόγω της αργοπορίας του Νυμφίου αποκοιμήθηκαν. Έτσι όταν ακούγεται η φωνή «Ιδού ο Νυμφίος έρχεται», ψάχνουν να βρουν λάδι για να ανάψουν τα σβησμένα λυχνάρια τους, με αποτέλεσμα να μένουν «εκτός νυμφώνος».
Το βράδυ ψάλλεται στις Εκκλησίες ο όρθρος της Μεγάλης Τετάρτης στην υμνολογία του οποίου κεντρικό γεγονός είναι η μεταστροφή της πόρνης που μετάνοιωσε πραγματικά για τη ζωή που έκανε και ήρθε και άλειψε με τα μαλλιά της τα πόδια του Ιησού, ζητώντας και παίρνοντας άφεση αμαρτιών. Το γεγονός αυτό περιλαμβάνει και έναν από τα πλέον όμορφα τροπάρια, αυτό της Κασσιανής.
ΠΟΙΑ ΗΤΑΝ Η ΚΑΣΣΙΑΝΗ
Η Κασσιανή ήταν βυζαντινή ποιήτρια που έζησε τον 9ο αιώνα μ.Χ. Επειδή δεν την επέλεξε ως σύζυγό του ο αυτοκράτωρ Θεόφιλος, έγινε μοναχή και αφιερώθηκε στη λατρεία του Θεού και την ποίηση
.
Το ιστορικό, όπως περιγράφεται από τους βυζαντινούς χρονικογράφους Συμεών Μάγιστρο, Ιωάννη Ζωναρά και Λέοντα Γραμματικό: Η Ευφροσύνη, μητέρα του αυτοκράτορα Θεόφιλου, ακολουθώντας την οικογενειακή παράδοση για την εκλογή νύφης, προσκάλεσε το 820 μ.Χ. στην Αυλή τις ωραιότερες και επιφανέστερες κόρες της αυτοκρατορίας. Δώδεκα «κάλλιστοι παρθέναι» ανταποκρίθηκαν στην πρόσκληση και πήγαν στο Παλάτι. Η Ευφροσύνη, αφού τις δεξιώθηκε, διαμήνυσε στο Θεόφιλο να προσέλθει και να δώσει το χρυσό μήλο σ’ εκείνη που θα επέλεγε για σύζυγό του.
Ο νεαρός αυτοκράτωρ θαμπώθηκε από την ομορφιά της Κασσιανής και θέλοντας να δοκιμάσει την ευφυΐα της τη ρώτησε: «Ως άρα δια γυναικός ερρύη τα φαύλα» («Από τη γυναίκα ξεκινούν τα κακά πράγματα», υπονοώντας την Εύα). Η Κασσιανή έδωσε δείγματα του πνεύματός της, ανταπαντώντας «Αλλά και δια γυναικός πηγάζει τα κρείττω» («Και από τη γυναίκα πηγάζουν τα καλύτερα, τα ευγενέστερα», υπονοώντας την Παναγία). Αυτό ήταν! Ο αυτοκράτωρ, είτε γιατί η απάντηση του εφάνη προπετής, είτε γιατί η ευφυΐα της γυναικός τον τρόμαξε, έδωσε το χρυσό μήλο στην ωραία, αλλά σεμνή Θεοδώρα.
Η ΠΑΡΑΒΟΛΗ ΤΩΝ ΤΑΛΑΝΤΩΝ
Με την παραβολή των ταλάντων ο Χριστίος θέλει να μας παρουσιάσει τα δώρα και τα χαρίσματα, που ο Θεός έχει δώσει στον άνθρωπο. Ο καθένας, πρέπει να καλλιεργήσει και να αναδείξει τα χαρίσματα του. Δηλαδή, να προσφέρει με πολλή αγάπη τις υπηρεσίες του στους συνανθρώπους του. Έτσι θα είναι έτοιμος να υποδεχτεί στην καρδιά του την αγάπη και την επιβράβευση του Ιησού Χριστού.
«Κάποιος άνθρωπος που ήταν έτοιμος για ταξίδι κάλεσε τους δούλους του και τους παράδωσε την περιουσία του. Και σ’ άλλον μεν έδωσε πέντε τάλαντα σ’ άλλον δύο και σ’ άλλον ένα σύμφωνα με τη δύναμη του καθενός και αμέσως αναχώρησε. Εκείνος που πήρε τα πέντε τάλαντα πήγε και δούλεψε και μ’ αυτά κέρδισε και άλλα πέντε. Έτσι έκανε και αυτός που πήρε τα δύο και κέρδισε άλλα δύο. Εκείνος όμως που πήρε το ένα, πήγε και έσκαψε στη γη και έθαψε το χρήμα του κυρίου του. Ύστερα από πολύ χρονικό διάστημα φτάνει ο κύριος των δούλων και λογαριάζεται μαζί τους. Και αφού ήλθε εκείνος που πήρε τα πέντε τάλαντα, έφερε και άλλα πέντε και λέγει στον κύριο· πέντε τάλαντα μου παράδωσες, να, εγώ κέρδισα και άλλα πέντε.
Του είπε ο κύριος του· μπράβο καλέ μου δούλε και πιστέ· ήσουν πιστός στα λίγα, εγώ θα σε εγκαταστήσω στα πολλά. Έμπα λοιπόν στη χαρά του κυρίου σου. Ήλθε και εκείνος που είχε πάρει τα δύο τάλαντα, και είπε. Κύριε, δύο τάλαντα μου παράδωσες· να που εγώ κέρδισα άλλα δύο τάλαντα. Τότε ο κύριος του είπε· Μπράβο δούλε καλέ και πιστέ. Φάνηκες πιστός στα λίγα, εγώ θα σε εγκαταστήσω πολλά. Τότε ήλθε και εκείνος που είχε πάρει το ένα τάλαντο, και είπε: Κύριε, ήξερα που είσαι ένας σκληρός άνθρωπος, θερίζεις εκεί που δεν έσπειρες και μαζεύεις από κει που σκόρπισες. Επειδή φοβήθηκα, πήγα και έκρυψα το τάλαντο σου στη γη, να, λοιπόν, παρ’ το γιατί είναι δικό σου. Και ο κύριος του αποκρίθηκε: δούλε πονηρέ και οκνηρέ, ήξερες πως θερίζω από κει που δεν έσπειρα και μαζεύω απ’ εκεί που δε σκόρπισα. Έπρεπε λοιπόν να βάλεις τα λεφτά σου στους τραπεζίτες και εγώ, όταν θα επέστρεφα θα τα έπαιρνα πίσω με τόκο. Πάρτε απ’ αυτόν το τάλαντο και δώστε το σε κείνον, που έχει τα δέκα τάλαντα.
Γιατί στον καθένα που έχει, θα δοθούν και άλλα και θα περισσέψουν. Από κείνον όμως που δεν έχει, θα του αφαιρεθεί και κείνο που έχει. Πάρτε και ρίξτε αυτόν τον άθλιο δούλο έξω στο σκοτάδι, εκεί που ακούγεται το κλάμα και το τρίξιμο των δοντιών. Και λέγοντας αυτά τόνιζε· όποιος έχει αυτιά για να ακούει, ας ακούει.»
ΜΕΓΑΛΗ ΤΕΤΑΡΤΗ
ΣΤΗΝ ΠΡΟΔΟΣΙΑ ΤΟΥ ΙΟΥΔΑ
Πραγματικά δεν έχω τι να πω για τη σημερινή πανήγυρη. Διότι η μεν πανήγυρη παρακινεί τη γλώσσα μου στο να κατηγορήσω τον Ιούδα, ενώ η φιλανθρωπία του Σωτήρα μου την γυρίζει πίσω. Και είμαι κυριευμένος από αυτά τα δύο, από μίσος εναντίον του προδότη, και αγάπη για τον Κυριο. Το μίσος όμως το νικάει η αγάπη, διότι είναι μεγαλύτερη και δυνατότερη. Γι᾽ αυτό, αφήνοντας κατά μέρος τον προδότη, εξυμνώ τον ευεργέτη, όχι όσο είναι άξιος, αλλ᾽ όσον επιτρέπουν οι δυνάμεις μου να Τον εξυμνήσω. Πως άφησε τους ουρανούς και κατέβηκε στη γη;
Πως Εκείνος που γεμίζει ολόκληρη την κτίση, ήρθε προς εμένα, και έγινε για χάρη μου άνθρωπος σαν και μένα; Πως πήρε μαθητή Του εκείνον που γνώριζε ότι θα γίνει προδότης και έδωσε εντολή στον εχθρό Του να Τον ακολουθεί σαν φίλος; Πως δεν Τον ενδιέφερε η προδοσία, αλλά φρόντιζε για τη σωτηρία εκείνου που θα Τον πρόδιδε; Διότι, λέγει, «Όταν βράδυασε καθόταν ο Ιησούς μαζί με τούς δώδεκα μαθητές Του και, ενώ έτρωγαν αυτοί, είπε· Αλήθεια σας λέγω, ένας από σας θα με παραδώσει» (Ματθ. 26, 20-21). Προείπε την προδοσία για να εμποδίσει το παρανόμημα.
Την προείπε χωρίς ν᾽ αναφέρει το πρόσωπο του προδότη, αλλά δεν μπόρεσε αυτό ν᾽ αποτρέψει την παρανομία του μαθητή, αυτή που αγνοούσαν εκείνοι που κάθονταν στο ίδιο τραπέζι. Ποιός είδε τέτοια φιλανθρωπία κυρίου; Και προδίνεται και αγαπά τον προδότη. Ποιός περιφρονείται και δείχνει ευσπλαχνία; Ποιός πουλιέται και κάθεται στο ίδιο τραπέζι με τον κακό έμπορο, δείχνοντας όλη τη φροντίδα του προς εκείνον που τον επιβουλεύεται; «Και ενώ έτρωγαν αυτοί, είπε· Αλήθεια σας λέγω, ότι ένας από σας θα με παραδώσει».
Σαν άνθρωπος έτρωγε και σαν Θεός μιλούσε για το μέλλον. Για χάρη μου κάμνει εκείνα που ταιριάζουν στην φύση μου. Επειδή όλοι οι μαθητές ταράχθηκαν με τα λόγια αυτά και δέχονταν τούς φοβερούς ελέγχους της συνειδήσεώς τους και μετέτρεψαν την ώρα του δείπνου σε ώρα λύπης, λέγοντας ο καθένας, «Μηπως είμαι εγώ, Κύριε;» (Ματθ. 26, 22), θέλοντας με τα λόγια της ερωτήσεως, να βρουν την ησυχία από την κακή υπόνοια.
Καθησυχάζοντας ο Χριστός τις ψυχές εκείνων που ήταν άδικα ταραγμένοι, φανερώνει με την απάντηση τον αγνοούμενο: «εκείνος που βούτηξε», λέγει, «μαζί μου το χέρι του στο πιάτο, αυτός θα με παραδώσει. Και ο Υιός του ανθρώπου βέβαια πηγαίνει όπως είναι γραμμένο γι᾽ αυτόν, αλλοίμονο όμως στον άνθρωπο εκείνο από τον οποίο παραδίνεται ο Υιός του ανθρώπου· θα ήταν καλύτερα γι’ αυτόν τον άνθρωπο εάν δεν είχε γεννηθεί» (Ματθ. 26, 23-24).
Βοηθάει εκείνον που δεν λυπήθηκε την ψυχή του. Επέμενε να δείχνει το ενδιαφέρον για εκείνον που από παλιά αδιαφόρησε για τον εαυτό του, δίνοντας και σ᾽ εκείνον την ευκαιρία για μετάνοια, και καθησυχάζοντας την αγωνία των υπολοίπων μαθητών. Όμως καθόλου καλύτερος δεν έγινε με όλα αυτά ο προδότης. Έπρεπε δηλαδή αυτός μετά από τα φοβερά εκείνα λόγια να φύγει αμέσως από το δείπνο. Έπρεπε να ζητήσει τη μεσολάβηση των Μαθητών.
Έπρεπε να γονατίσει και ν’ αγκαλιάσει τα γόνατα του Χριστού και να Τον παρακαλέσει μ’ αυτά περίπου τα λόγια: «αμάρτησα, φιλάνθρωπε, αμάρτησα, παρανόμησα, πωλώντας για λίγο τίμημα τον ατίμητο μαργαρίτη. Παρανόμησα παραδίνοντας για λίγα χρήματα τον αδαπάνητο πλούτο. Συγχώρησε εμένα τον έμπορο της ζημίας και της απώλειας. Συγχώρησέ με που ο λογισμός μου κυριεύθηκε από τον χρυσό. Συγχώρησέ με που εξαπατήθηκα πολύ ελεεινά από τούς Φαρισαίους». Τιποτε από τα λόγια αυτά δεν είπε ούτε σκέφθηκε.
Αντίθετα με σκληρή φωνή φανέρωνε τη θρασύτητα της ψυχής του λέγοντας: «Μηπως είμαι εγώ, Κυριε;» (Ματθ. 26, 25). Πω, πω αδιαντροπιά γλώσσας, πω, πω ψυχή σκληρή. Ρωτάει σαν να μη γνωρίζει εκείνα που ο ίδιος εμελέτησε, και νόμιζε ότι διαφεύγουν την προσοχή του «ακοιμήτου οφθαλμού». Στην ψυχή του φύλαγε τη δολιότητα και με τη γλώσσα πρόφερνε τα λόγια εκείνα που έδειχναν άγνοια. Με τη σκέψη διέπραξε την προδοσία, και με το στόμα, όπως νόμισε, έκρυβε την αμαρτία. Χρησιμοποίησε τα ίδια λόγια με τούς άλλους Μαθητές. Δεν χρησιμοποίησε όμως και την ίδια συμπεριφορά. Ενώ ήταν λύκος ως προς τις προθέσεις, ἀπάντησε με τη φωνή των προβάτων.
Τι απαντά λοιπόν προς αυτόν ο Σωτήρας; «Συ το είπες». Με φωνή γεμάτη από μακροθυμία έλεγξε τη σκηνοθεσία του πονηρού. Μπορούσε βέβαια να πει προς αυτόν: «Τι λες σιχαμερέ και πονηρέ; τι λες, δούλε των χρημάτων και γνήσιε συνεργάτη του διαβόλου; Τολμάς να υποκρίνεσαι άγνοια; Τολμάς να κρύβεις εκείνα που δεν μπορούν να κρυβούν; Μηπως δεν το ήξερα που κατέστρωνες τα πανούργα σχέδιά σου εναντίον της θεότητας; Μηπως δεν σε είδα με τον οφθαλμό της θεότητας να επισκέπτεσαι τούς αρχιερείς; Μηπως δεν σε άκουα, αν και ήμουν απών, να λες, «Τι θέλετε να μου δώσετε, για να σας παραδώσω αυτόν;» (Ματθ. 26, 15).
Μηπως δεν γνωρίζω και πόσο με πούλησες; Γιατί λοιπόν μετά τον έλεγχο εξακολουθείς να δείχνεις την ίδια αδιαντροπιά; Γιατί προσπαθείς να καλύψεις εκείνα που θέλεις να κάνεις; Σ᾽ εμένα όλα είναι φανερά». Ενώ μπορούσε έτσι ν᾽ απαντήσει ο Χριστός, όμως δεν μίλησε έτσι, αλλά μίλησε με απλότητα, ανεξικακία και καλωσύνη, «Συ το είπες», διδάσκοντάς μας έτσι πως να συμπεριφερόμαστε προς τούς εχθρούς μας. Όμως μετά από τόση θεραπεία εξακολούθησε ο Ιούδας να ασθενεί, όχι όμως εξ αιτίας της αδιαφορίας του ιατρού, αλλ᾽ εξ αιτίας της αδιαφορίας του ασθενή.
Διότι ο Κυριος του πρόσφερε όλα τα φάρμακα της σωτηρίας, όμως αυτός δέν θέλησε να τη δεχθεί , αλλά, γνωρίζοντας μόνο τη φιλαργυρία, αγάπησε περισσότερο τον χρυσό παρά τον Χριστό, και έγινε αγαπητός και προσιτός σ᾽ εκείνους που του πρόσφεραν το μισθό. «Και, αφού πλησίασε ο Ιούδας, είπε στο Χριστό: «Χαίρε, δάσκαλε», και φίλησε αυτόν» (Ματθ. 26, 49). Παράξενος αυτός ο τρόπος της προδοσίας, που συνοδεύεται από φίλημα και προσφώνηση. «Ο Ιησούς τότε είπε σ᾽ αυτόν· Φιλε, γιατί ήρθες» (Ματθ. 26, 50). Γιατί μου λες να χαίρομαι, τη στιγμή που προτίμησες να με λυπήσεις;
Γιατί με τα λόγια ενδιαφέρεσαι για μένα, ενώ με πληγώνεις με τις πράξεις σου; Με ονομάζεις δάσκαλο, ενώ δεν είσαι μαθητής; Γιατί καταχρηστεύεις τούς κανόνες της αγάπης; Γιατί κάνεις σύμβολο προδοσίας το σύμβολο της ειρήνης; Ποιόν μιμήθηκες και έκανες αυτό; Έτσι είδες προηγουμένως την πόρνη να φιλά τα πόδια μου; Έτσι είδες τούς δαίμονες να υποτάσσονται; Γνωρίζω ποιός σου υπέδειξε την οδό του δολερού φιλήματος: Ο διάβολος σε συμβούλεψε τον τρόπο αυτού του εναγκαλισμού, και συ πείσθηκες στα λόγια του κακού συμβούλου και πραγματοποιείς το θέλημά του.
«Φιλε, γιατί ήρθες;» Πραγματοποίησε τις κακές συμφωνίες που έχεις κάνει με τούς Φαρισαίους. Εκτέλεσε το συμβόλαιο της πωλήσεως. Υπόγραψε εκείνο που υπαγόρευσες. Παράδωσε Εκείνον που εκούσια παραδίδεται. Απόκτησε πλέον μαζί με το βαλάντιο των χρημάτων και το βαλάντιο της αδικίας. Παραχώρησε τη θέση σου στο ληστή που πρόκειται να την πάρει με την ομολογία του, εκείνη που έχασες εσύ με την προδοσία. «Τοτε πλησίασαν τον Ιησού και τον συνέλαβαν» (Ματθ. 26, 50).
Και έτσι πραγματοποιούνται τα προφητικά εκείνα λόγια· «Με περικύκλωσαν όπως οι μέλισσες την κηρήθρα και κατακάηκαν όπως καίγονται τα αγκάθια από τη φωτιά» (Ψαλμ. 117, 12), και αλλού πάλι· «Με περικύκλωσαν πολλοί σκύλοι, και με απέκλεισαν όπως οι καλοθρεμμένοι ταύροι» (Ψαλμ. 21, 17). Αλλ᾽ όμως πόσο μεγάλη είναι η ανεξικακία, που ταιριάζει μόνο σ᾽ Αυτόν. Στον ουρανό τα Χερουβίμ και τα Σεραφίμ δεν τολμούν να αντικρύσουν την υπερβολική δόξα Του και γι᾽ αυτό με τις πτέρυγές τους, σαν ακριβώς με χέρια, καλύπτουν τα πρόσωπά τους.
Στη γη, ανεχόταν το σώμα Του να συλληφθεί, από χέρια παράνομα. Είδατε Ποιού μακρόθυμου και φιλάνθρωπου Κυρίου δούλοι γίνατε; Γινεσθε λοιπόν τέτοιοι προς τούς εχθρούς σας, τούς συνδούλους σας, όπως είδατε τον Κυριο να συμπεριφέρεται προς τούς εχθρούς Του. Διότι πρόκειται και σεις να προσκληθείτε σε πνευματικό δείπνο. Πρόκειται να καθίσετε σ᾽ αυτό μαζί με τον Κυριο. Ας μη βρεθεί ανάμεσά μας κανένας Ιούδας ως προς τη συμπεριφορά.
Όλοι πλησιάστε την Τράπεζα με γαλήνη και ειρήνη. Όλοι ας τρέξουμε κοντά στον Σωτήρα με καθαρή συνείδηση. Διότι Αυτός είναι η νηστεία των πιστών και το συμπόσιο. Αυτός είναι ο χορηγός της τροφής και η ίδια η τροφή. Αυτός είναι ο Ποιμένας και το πρόβατο. Σ’ Αυτόν ανήκει η δόξα στούς αιώνες των αιώνων. Αμήν.
ΜΕΓΑΛΗ ΠΕΜΠΤΗ
«Ὅτε οἱ ἔνδοξοι μαθηταί ἐν τῷ νιπτῆρι τοῦ δείπνου ἐφωτίζοντο, τότε Ἰούδας ὁ δυσσεβής, φιλαργυρίαν νοσήσας, ἐσκοτίζετο· καί ἀνόμοις κριταῖς σέ τόν δίκαιον κριτήν παραδίδωσι. Βλέπε, χρημάτων ἐραστά, τόν διά ταῦτα ἀγχόνῃ χρησάμενον· φεῦγε ἀκόρεστον ψυχήν τήν διδασκάλῳ τοιαῦτα τολμήσασαν. Ὁ περί πάντας ἀγαθός, Κύριε, δόξα σοι».
Όταν οι ένδοξοι μαθητές κατά τη διάρκεια του νιπτήρα λάμβαναν το φως του Θεού, τότε ο δυσσεβής Ιούδας, καταληφθείς από τη φοβερή νόσο της φιλαργυρίας, γέμιζε από το σκοτάδι της παρανομίας. Έτσι, σκοτισμένος, παρέδιδε σε άνομους κριτές (να δικαστείς) εσένα, το δίκαιο Κριτή. Βλέπε, εσύ που αγαπάς τα χρήματα, αυτόν που για χάρη τους, χρησιμοποίησε την αγχόνη (κρεμάστηκε)· απόφευγε την αχόρταγη ψυχή, που τόλμησε τέτοια πράγματα στο Διδάσκαλο.
Σε εσένα, Κύριε, που είσαι προς όλους αγαθός, δόξα σοι. Το πρόσωπο του Ιούδα κατέχει κεντρική θέση στην ιστόρηση του πάθους του Χριστού. Ήδη η υμνογραφία των προηγούμενων ημερών της Μεγάλης Εβδομάδος ασχολήθηκε αρκετά με τον προδότη μαθητή. Το τροπάριο επανέρχεται στο ίδιο θέμα, τόσο περισσότερο όσο η προδοσία ήταν επί θύραις. Ήταν Μεγάλη Πέμπτη. Το εσπέρας ο Χριστός θέλησε με τους μαθητές του να φάγει το τελευταίο Πάσχα της ζωής του, στο οποίο θα συνιστούσε το μυστήριο της θείας Ευχαριστίας.
Οι μαθητές ήταν όλοι συγκεντρωμένοι σε υπερώο δωμάτιο στα Ιεροσόλυμα, όπου όλα είχαν ετοιμαστεί για το πασχάλιο δείπνο. Μαζί τους ήταν και ο Ιούδας. Ενώ όμως οι έντεκα μαθητές στις κρίσιμες εκείνες ώρες φωτίζονταν από την ακτινοβολία του θείου Διδασκάλου και ο νους τους ανοιγόταν στη Χάρη για να δεχτεί τις φωταύγειες του σωστικού μυστηρίου, ο Ιούδας ήταν παραδομένος στο σκοτάδι του αιώνιου θανάτου. Ασυγκίνητος στο θαύμα του Θεού, ο νους του απουσίαζε από την ουράνια μυσταγωγία, έτρεχε μακριά, πολύ μακριά, έφτανε στα έγκατα του Άδη, στο ζοφερό σκοτάδι της κολάσεως.
Ήταν κολλημένος στους εχθρούς του Χριστού, που ήθελαν να τον θανατώσουν, και σχεδίαζε να τους παραδώσει τον ελευθερωτή του κόσμου. Μελετούσε την προδοσία! Τρομερό το κατάντημα του προδότη μαθητή! Ο ποιητής του τροπαρίου επισύρει την προσοχή του ανθρώπου·
Βλέπε, λέγει, εσύ που αγαπάς είτε το πολύτιμο μέταλλο, είτε τα χάρτινα τραπεζογραμμάτια, εσύ που περιορίζεις την ψυχή και τη ζωή σου στα χρήματα και κάνεις τα πάντα για να τα αποκτήσεις, ο ανάλγητος δούλος του μαμωνά, ο δεινός φιλάργυρος, βλέπε εκείνον, που για την αγάπη των χρημάτων βρήκε θάνατο φρικτό και επώδυνο, κρεμάστηκε σ᾽ ένα αφιλόξενο δέντρο!
Απόφευγε, φωνάζει, την ακόρεστη ψυχή, που για τα χρήματα τόλμησε να φτάσει στην προδοσία του Διδασκάλου! Εμείς, Κύριε, άφωνοι μπροστά στο μυστήριο της θείας σου αγαθότητας που περιπτύσσεται όλους ανεξαίρετα τους ανθρώπους, τους καλούς και τους κακούς, ως σιωπηλοί μπροστά στο σκοτεινό μυστήριο του προδότη, που καπηλεύθηκε τη χάρη σου, σε δοξάζουμε.
ΜΕΓΑΛΗ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ
«Μετά τούτο ειδώς ό Ιησούς ότι πάντα ήδη τετέλεσται, ίνα τελειωθή ή γραφή, λέγει Διψώ»
Ο Κύριος μας σήμερα βρίσκεται πάνω στο σταυρό. Ή φύσις πάσχει. Ή γη βυθίζεται στο σκοτάδι, φορεί τα μαύρα. Τα βράχια σείονται, το καταπέτασμα του ναού σχίζεται. Οι άγγελοι πενθούν και λένε στους ανθρώπους, Κλάψτε και εσείς για το Χριστό. Πέντε ώρες έμεινε πάνω στο ξύλο του σταυρού ό Κύριος. Απερίγραπτο το μαρτύριο του. Άλλα και την ώρα του πόνου δεν έχασε τη διαύγεια του. Φίλοι και εχθροί, όλοι πέρασαν από τη σκέψη του. Όλους τους θυμήθηκε με μια αγάπη άπειρη.
Θυμήθηκε την Παναγία Μητέρα και την εμπιστεύθηκε στον Ιωάννη με το «Ιδού ή μήτηρ σου» (Ίωάν. 19,27). Θυμήθηκε και τους σταυρωτάς και είπε το «Πάτερ, άφες αυτοίς, ου γαρ οίδασι τι ποιούσι». Άλλ’ ή ώρα του θανάτου πλησιάζει. Ή ζωή του Χριστού λειώνει σαν το κερί. Οι σταυρωτοί βλέπουν την αγωνία και με σαδισμό επιχαίρουν για τα παθήματα του. Τότε ό Χριστός ανοίγει τα χείλη και λέει. «Διψώ» (Ίωάν. 19,29). Αυτό το λόγο θέλησα να λάβω ως θέμα. Ελάτε να τον μελετήσουμε. Ζητώ τη βοήθεια του Εσταυρωμένου και τη δική σας προσοχή. Χριστέ, βοήθησε με Χριστιανοί, προσέξτε με. «Διψώ».
Από την ώρα πού συνελήφθη στη Γεσθημανή μέχρι τη στιγμή πού είπε τη λέξη αυτή, ό Χριστός υπέφερε μύρια μαρτύρια. Για κανένα όμως δεν άνοιξε το στόμα του να παραπονεθεί, έμεινε άφωνος σαν άκακο αρνίο. Όταν του έβαλαν το ακάνθινο στεφάνι δεν είπε «Ώ ή κεφαλή μου!», όταν τον χτύπησαν με το φραγγέλιο δεν είπε «’Ώ τα νώτα μου!», όταν τον κάρφωναν δεν είπε «’Ώ τα πόδια, ω τα χέρια μου!». Τώρα όμως πού πλησιάζει το τέλος λέει «Διψώ». Είναι μια ανάγκη του σώματος,
Είναι προπαντός ό πόνος της ψυχής του «Διψώ». Ποιος δίψα; Εκείνος πού δημιούργησε το νερό και τις δεξαμενές του. Υδρατμοί και νέφη, θάλασσες και ωκεανοί, πηγές και λίμνες, ποταμοί και ρυάκια, όλα Είναι έργα του. Αν δώσει μια διαταγή, ή θάλασσα θα γίνει ξηρά, οι ωκεανοί θα δείξουν το βυθό τους, οι πηγές θα στερέψουν, οί άνθρωποι θα πεθάνουν. και όμως ό δημιουργός του ύδατος διψά. «Διψώ». Ποίος το λέει; Εκείνος πού βρέχει επί δικαίους και αδίκους, εκείνος πού ποτίζει και τον κακούργο. Εκείνος πού δροσίζει τα άνθη κ αϊ τη χλόη. Εκείνος πού σε όλους προσφέρει δωρεάν το νερό.
Αυτός τώρα δίψα. «Διψώ». Και σε ποιους το λέει; Στους Ιουδαίους, πού μαζί με τους ξένους στρατιώτες κυκλώνουν το σταυρό. Αυτοί είχαν ιδιαίτερο λόγο να τον ευγνωμονούν. Δίψασαν κι αυτοί κάποτε, είπαν κι αυτοί «διψώ». Πού, πότε; Όταν διάβαιναν την έρημο της Αραβίας. Σταλαγματιά νερό δεν υπήρχε. Τρέχουν στο Μωϋσή «Διψούμε, δός μας νερό, χανόμαστε!». Ό Μωυσής παρακάλεσε το Θεό, κι ό Θεός τον διέταξε να χτυπήσει με το ραβδί του ένα βράχο. Κι ό βράχος έγινε βρύση.
Τους πότισε με άφθονο νερό. Ποιος; Αυτός πού τώρα φωνάζει «Διψώ». Όταν φώναξαν εκείνοι «διψούμε», ό Χριστός τους έδωσε νερό, τώρα πού ό Χριστός λέει «Διψώ», δέ’ βρίσκεται ένας άπ’ αυτούς να του προσφέρει λίγη δροσιά. Ώ της αχαριστίας σας, Ιουδαίοι! «αντί του μάννα χολήν, αντί του ύδατος όξος» (αντίφ. ι6′ 1). «Διψώ». Είναι φυσικό να δίψα ό Χριστός. Είναι τέλειος άνθρωπος, έχει τις ανάγκες πού έχουμε κ’ εμείς. Το αίμα του έφυγε, ποτίζει τη γη του Γολγοθά.
Σαν τραυματίας, σαν κουρασμένος οδοιπόρος φωνάζει «Διψώ». Άλλ’ ή φωνή του «φωνή βοώντος εν τη έρήμω» (Ματθ. 3,3). Οι σταυρωτοί δεν εννοούν ν’ ανακουφίσουν τον πόνο του. Αντιθέτως, νερό ζητεί, κι αυτοί του προσφέρουν ξίδι με χολή. Άλλα ή λέξη «Διψώ» δεν εκφράζει ανάγκη σωματική μόνο. Δέ’ διψά μόνο το σώμα του Χριστού έχει και δίψα ψυχική. «Διψώ». τι διψά ή ψυχή του Χριστού μας; Διψά δικαιοσύνη. Εκείνος είπε «Μακάριοι οι διψώντες την δικαιοσύνην» (Ματθ. 5,6).
Ποιος άλλος αγάπησε το δίκαιο όσο ό Χριστός; και όμως έπεσε πρώτο θύμα της αγριωτέρας αδικίας. Ή καταδίκη του μένει αιώνιο στίγμα της ανθρωπινής δικαιοσύνης. «Δικαιοσύνη μάθετε, οι ενοικούντες επί της γης»(Ήσ. 26,9). Άλλα που δικαιοσύνη; Πάνω απ’ το σταυρό σήμερα ρίχνει το θείο βλέμμα στη γη της αδικίας κι ακούω τη φωνή του «Διψώ». Διψά δικαιοσύνη, άλλ’ οί άρχοντες των λαών βουλώνουν τ’ αυτιά τους χειρότερα από τους Ιουδαίους.
Άγγλος πολιτικός είπε, ότι επικρατεί όχι ό νόμος της δικαιοσύνης, άλλ’ ό νόμος της ζούγκλας, ό ισχυρός καταβροχθίζει τον αδύνατο. Το άνθος του δι καιου μαράθηκε από το λίβα της αδικίας. «Διψώ». Διψά τι; Ειρήνη. Εκείνος είπε «Μακάριοι οι ειρηνοποιοί» (Ματθ. 5,9) και διέταξε την Εκκλησία του να εύχεται «υπέρ της ειρήνης του σύμπαντος κόσμου». Ειρήνη διψά ή μεγάλη καρδιά του. Και αντί ειρήνης βρίσκει ταραχή, θόρυβο. Τα έθνη ετοιμάζονται για πόλεμο, τροχίζουν τα μαχαίρια τους πάνω στην ακονόπετρα του μίσους, τρέχουν ακάθεκτοι στο δρόμο του αίματος.
Δέ’ βρίσκει ό Χριστός αυτό πού ποθεί, κ’ εξακολουθεί να φωνάζει στον μαινόμενο κόσμο. Διψώ την ειρήνη! «Διψώ». τι διψά; Διψά αγάπη. Άλλα που αγάπη; Τα λουλούδια της αγάπης σπανίζουν πια στον εγωιστικό μας κόσμο. Το μίσος απλώνεται, ψυγείο κατήντησε ή γη, παγωνιά επικρατεί. Και ό Χριστός βλέπει τα παγόβουνα των καρδιών και φωνάζει. Κόσμε, διψώ αγάπη! «Διψώ». τι διψά; Αγιότητα ψυχών και σωμάτων. Είναι εκείνος πού είπε «Μακάριοι οί καθαροί τη καρδία, ότι αυτοί τον Θεό όψονται» (Ματθ. 5,8).
Άλλα που ή αγιότης, πού ή παρθενία, πού ή καθαρότης των ηθών; Παντού υψώνονται ναοί της Αφροδίτης και βωμοί του Βάκχου. Τη σάρκα και όχι το πνεύμα λατρεύει ό κόσμος. «Πάντες εξέκλιναν, άμα ηχρειώθησαν, ουκ εστί ποιών χρηστότητα, ουκ εστίν έως ενός» (Ψαλμ. 13,3). Ή νεότης σαπίζει μέσα στη διαφθορά, το πνεύμα τυραννείται, ή σάρκα θριαμβεύει. Και ό Χριστός, πού βλέπει άπ’ το σταυρό αυτό το βούρκο, φωνάζει. Κόσμε, διψώ αγιότητα και καθαρότητα! «Διψώ». τι διψά;
Αλήθεια και ειλικρίνεια στους λόγους και τα αισθήματα μας. «Εγώ ειμί… ή αλήθεια» και «ή αλήθεια ελευθερώσει υμάς», είπε (Ίωάν. 14,6. 8,32). Άλλα πού αυτά! Όλοι σήμερα φορούμε τη μάσκα της υποκρισίας. Βλέπω γυναίκες πού διαβάζουν θρησκευτικά βιβλία, κάνουν μεγάλους σταυρούς, μιλούν ή μάλλον φλυαρούν περί Θεού, αλλά μένουν μόνο στα λόγια. Έργα μηδέν άκαρπες συκιές. Λησμόνησαν τα λόγια του Χριστού «Ου πάς ό λέγων μοι Κύριε, Κύριε, είσελεύσεται εις την βασιλείαν των ουρανών».
Το ίδιο ισχύει και για τους άντρες. και ό Χριστός βλέπει τις μάσκες της υποκρισίας και φωνάζει. Κόσμε, διψώ για αλήθεια και ειλικρίνεια! «Διψώ». τι διψά; Τη σωτηρία της ψυχής σου. Χρόνια σε περιμένει ό Χριστός μας. Άλλα συ συνεχίζεις το δρομολόγιο της αμαρτίας. Στάσου λοιπόν μια στιγμή, άκουσε τον. Σου φωνάζει. Αμαρτωλέ, διψώ τη σωτηρία σου, γι’ αυτήν φόρεσα τον ακάνθινο στέφανο, γι’ αυτήν ανέβηκα στο σταυρό. Αδελφέ συναμαρτωλέ! Αν βρισκόσουν κάτω από το σταυρό και άκουγες το Χριστό να φωνάζει «Διψώ», είμαι βέβαιος ότι θα έτρεχες να του φέρεις ένα ποτήρι νερό.
Άλλα και σήμερα το ίδιο φωνάζει. «Διψώ». Διψά δικαιοσύνη, ειρήνη, αγάπη, αγιότητα, άλήθεια-ειλικρίνεια, σωτηρία ψυχών. Μη μείνουμε ασυγκίνητοι στη φωνή του. Όποιος αδικεί, όποιος μισεί και φθονεί, όποιος κυλιέται στη λάσπη της ακολασίας, όποιος ζει στην υποκρισία και το ψέμα, όποιος μένει αμετανόητος στην αμαρτία, ας του προσφέρει σήμερα ένα δάκρυ μετανοίας, αυτό προ παντός περιμένει ό Χριστός, αυτό θα Είναι ή καλύτερη δροσιά του.
Ω εσταυρωμένε Λυτρωτά! Δίψασες, και οί σταυρωτέ σου έδωσαν χολή και όξος, διψάς και σήμερα, αλλά στη γη μας έχουν στερέψει οί πηγές του κάλου. Μόνο μικρά ποταμάκια καλοσύνης και αρετής υπάρχουν μέσα στη Σαχάρα του κόσμου. Δός μας τη χάρη σου, ώστε τα ποταμάκια αυτά να γίνουν μεγάλοι ποταμοί, ή Σαχάρα να γίνει κήπος της Εδέμ, να βασιλεύσει παντού ή αγάπη ή δικαιοσύνη ή ειρήνη ή αγιότης ή παρθενία. Κάνε τη σημαία του σταυρού να κυματίζει παντού. Κάνε να σβήσουν μέσα μας όλες οι δίψες της αμαρτίας, και ν’ ανάψει στην καρδιά μας ή δίψα εκείνη της αγιότητας, πού αισθάνθηκες εσύ όταν από το σταυρό σου φώναξες «Διψώ».
ΜΕΓΑΛΟ ΣΑΒΒΑΤΟ
Η εις Άδου Κάθοδος
«Ὅτι καὶ Χριστός ἅπαξ περὶ ἁμαρτιῶν ἔπαθε, δίκαιος ὑπὲρ ἀδίκων, ἵνα ἡμᾶς προσαγάγῃ τῷ Θεῷ, θανατωθεὶς μὲν σαρκί, ζωοποιηθείς δὲ πνεύματι· ἐν ᾧ καὶ τοῖς ἐν φυλακῇ πνεύμασι πορευθεὶς ἐκήρυξεν»
(Α´ Πέτρ. γ´ 18-19).
Κατά το Άγιο και Μέγα Σάββατο, η Εκκλησία μνημονεύει την εις Άδου κάθοδο του Κυρίου μας Ιησού Χριστού. Ότι δηλαδή, κατά τις τρεις ημέρες μετά τον θάνατό Του και μέχρι της αναστάσεώς Του, ο Κύριος κατήλθε στον Άδη, στον τόπο, όπου ευρίσκονταν φυλακισμένες οι ψυχές των ανθρώπων, κήρυξε και, στη συνέχεια, με θεϊκή εξουσία ανέστησε και ελευθέρωσε τις ψυχές και κυριολεκτικά «ἐκένωσε» τα ταμεία του ζοφερού αυτού τόπου. Η προσδοκία του διαβόλου ήταν, ότι τελικά θα μπορούσε να κρατήσει ένα μέρος της δημιουργίας του Θεού υπό την εξουσία του. Αυτός ήταν ο Άδης.
Ο Άδης δεν είναι τόπος, αλλά τρόπος ζωής των πνευμάτων. Είναι δε ως τρόπος και κατάσταση ζωής αντίθετος του Παραδείσου. Εάν στον Παράδεισο ο άνθρωπος είναι ευτυχισμένος επειδή ζει με τον Θεό, στον Άδη ζει δυστυχισμένος επειδή ζει με τούς διαβόλους. Στον Άδη κατέρχονταν όλοι οι ζώντες. Εκεί δεν μπορούσαν να αινούν πια τον Θεό, να ελπίζουν στην δικαιοσύνη Του, στην πιστότητά Του. Πρόκειται για μία ολοκληρωτική εγκατάλειψη.
Σ’ αυτό τον τραγικό χώρο της δυστυχίας και απελπισίας, κατέβηκε ο Χριστός για να ελευθερώσει τούς αιωνίους αιχμαλώτους, οι οποίοι ευρίσκονταν εκεί παρά την θέλησή τους. Αυτό δε αποτελούσε την δύναμη και την χαρά του διαβόλου, ότι είχε την δύναμη, μπορούσε, να εμποδίσει τούς δικαίους να ζήσουν με τον Θεό. Αυτή την αδικία επισημαίνει ο Απόστολος Παύλος όταν γράφει· «᾿Αλλ᾿ ἐβασίλευσεν ὁ θάνατος ἀπὸ ᾿Αδὰμ μέχρι Μωσέως καὶ ἐπὶ τοὺς μὴ ἁμαρτήσαντας» (Ρωμ. ε´ 14).
Ο Άδης δεν ταυτίζεται με την κόλαση. Ο Ιησούς Χριστός κατέβηκε στον Άδη, ο καταδικασμένος πηγαίνει στην κόλαση. Οι θύρες του Άδη, όπου κατέβηκε ο Ιησούς Χριστός, άνοιξαν, για να μπορέσουν να διαφύγουν οι αιχμάλωτοί του, ενώ, όταν ο κολασμένος κατεβαίνει στην κόλαση, η πόρτα της κλείνει πίσω του αιωνίως και δεν θα ανοίξει ποτέ. Ο Άδης και η κόλασις είναι το βασίλειο του θανάτου και, χωρίς τον Ιησού Χριστό, δεν θα υπήρχε στον κόσμο παρά μια μόνο κόλασις και ένας μόνο θάνατος, ο θάνατος με την απεριόριστη δύναμή του.
Εάν υπάρχει «δεύτερος θάνατος» (᾿Αποκ. κα´ 8), ξεχωριστός από τον πρώτο, είναι επειδή ο Ιησούς Χριστός συνέτριψε με τό θάνατό Του «τὸν τὸ κράτος ἔχοντα τοῦ θανάτου, τοῦτ᾿ ἔστι τὸν διάβολον, καὶ ἀπαλλάξῃ τούτους, ὅσοι φόβῳ θανάτου διὰ παντὸς τοῦ ζῆν ἔνοχοι ἦσαν δουλείας» (῾Εβρ. β´ 14-15). Την κάθοδο του Ιησού Χριστού στον Άδη εορτάζει και πανηγυρίζει η Εκκλησία του Χριστού κατά το Άγιο και Μέγα Σάββατο. «Τοῦτό ἐστι τὸ ὑπερευλογημένον Σάββατον». Η θεολογία της Εκκλησίας μας φωτίζει επαρκώς το θέμα αυτό, το οποίο αφορά όλους μας.
Η κάθοδος του Χριστού στον Άδη είναι ένα άρθρο πίστεως, και είναι πράγματι ένα βέβαιο δεδομένο της Καινής Διαθήκης. Ο χριστολογικός κανόνας του Όρθρου του Μεγάλου Σαββάτου είναι ύμνος, τραγούδι για τον νεκρωμένο Θεο. Εάν «ὁ Θεὸς ἀνέστησε τὸν ᾿Ιησοῦν λύσας τὰς ὠδῖνας τοῦ θανάτου» (Πράξ. β´ 24), είναι επειδή τον βύθισε αρχικά στον Άδη, αλλά χωρίς ποτέ να τον εγκαταλείψει εκεί. Εάν ο Χριστός, στο Μυστήριο τῆς Αναλήψεως, «ἀνέβη ὑπεράνω πάντων τῶν οὐρανῶν», είναι επειδή «κατέβη πρῶτον εἰς τὰ κατώτερα μέρη τῆς γῆς».
Επρεπε να γίνει αυτή η φοβερή κάθοδος, για να μπορέσει ο Χριστός να «πληρώσῃ τὰ πάντα» καί νά βασιλεύσει ὡς Κύριος στό Σύμπαν. ῾Η χριστιανική πίστη ομολογεί, ότι ο Ιησούς Χριστός είναι Κύριος στον ουρανό μετά την ανάβασή Του από τούς νεκρούς. «῞Ινα σου τῆς δόξης, τὰ πάντα πληρώσῃς, καταπεφοίτηκας, ἐν τοῖς κατωτάτοις τῆς γῆς», ψάλλουμε την λαμπρά και φωταυγή νύκτα του Μεγάλου Σαββάτου. Το τίμημα της ταφής του Κυρίου για τον άνθρωπο ήταν η αφθαρσία και η καινοποίηση της φύσεώς του.
Όπως η φθορά υπήρξε το τίμημα της αμαρτίας, ως νέκρωση και χωρισμός από τον Θεό, έτσι η ανακαίνιση και η αφθαρσία υπήρξαν ο ειδικός καρπός της θείας ενανθρωπήσεως. Ο Χριστός με τον θάνατο και την ταφή Του αφαίρεσε τα ράκη της φθοράς, τα οποία είχαν στοιβαχθεί σ’ αυτήν από την παράβαση του Αδάμ και έσβηναν την ομορφιά της· και με το αίμα Του έπλυνε το πλάσμα Του από το μίασμα της αρχαίας παρακοής, αφάνισε την δυσωδία του θανάτου, την οποία απέπνεε το πτώμα της αμαρτίας, ανακούφισε το γένος των ανθρώπων, από το βάρος της αποστασίας του και έκαμε ν’ αστράψει και πάλι η φύσις, να ζωντανέψουν οι θεοειδείς χαρακτήρες, να λάμψει και πάλι η αρχέγονος ομορφιά της, ενδεδυμένη την άφθαρτη δόξα του Θεού.
Αυτό το υπέρτατο λυτρωτικό αγαθό, την αφθαρσία δηλαδή και την αθανασία, το οποίο κορυφώνεται στην ένδοξη Ανάσταση του Χριστού, ψάλλει με ρίγη ιεράς συγκινήσεως και ανεκλάλητης χαράς η Ορθοδοξία. Η κάθοδος του Ιησού Χριστού στον Άδη υπήρξε θεοπρεπής και ένδοξος. Ο Κύριος πραγματοποίησε δύο καθόδους. Κατήλθε από ψηλά από τον ουρανό στην γη, το πρώτο. Και κατήλθε με ταπείνωση και πτωχεία. Δεύτερον, κατήλθε από την γη στα βασίλεια του Άδη. Εκεί όμως κατέβηκε παντοκρατορικά, με όλη την «ἄστεκτη» δυναστεία Του, εξουσιαστικώς. Τον είδαν οι δαίμονες και τρόμαξαν. Τον είδαν οι δίκαιοι και αναπήδησαν με χαρά και αγαλλίαση.
Ο Άγιος Επιφάνιος, Επίσκοπος Κωνσταντίας της Κύπρου, στον θεολογικώτατο λόγο του «Τῷ ἀγίῳ και μεγάλῳ Σαββάτῳ» περιγράφει αυτόν τον θεοπρεπέστατο τρόπο της καθόδου του Χριστού στον Αδη· «Χθὲς (ἐννοεῖ τήν Μεγ. Παρασκευή) συνέβαινον τὰ τῆς οἰκονομίας, σήμερον τὰ τῆς ἐξουσίας. Χθὲς τὰ τῆς ἀσθενείας, σήμερον τὰ τῆς αὐθεντίας. Χθὲς τὰ τῆς ἀνθρωπότητος, σήμερον τὰ τῆς θεότητος ἐνδείκνυται. Χθὲς ἐρραπίζετο, σήμερον τῇ ἀστραπῇ τῆς θεότητος τὸ τοῦ ῞ᾼδου ραπίζει οἰκητήριον. Χθὲς ἐδεσμεῖτο, σήμερον ἀλύτοις δεσμοῖς καταδεσμεῖ τὸν τύραννον. Χθὲς κατεδικάζετο, σήμερον τοῖς καταδίκοις ἐλευθερίαν χαρίζεται. Χθὲς ὑπουργοὶ τοῦ Πιλάτου αὐτῷ ἐνέπαιζον, σήμερον οἱ πυλωροὶ τοῦ ῞ᾼδου ἰδόντες αὐτὸν ἔφριξαν… ῾
Ο χθὲς τοίνυν οἰκονομικῶς τὰς λεγεῶνας τῶν ᾿Αγγέλων παραιτούμενοςϜ σήμερον θεοπρεπῶς ὁμοῦ τε καὶ πολεμικῶς, καὶ δεσποτικῶς κάτεισι κάτω τοῦ ῞ᾼδου καὶ θανάτου ῾Ως γοῦν τὰ παντόθυρα, καὶ ἀνήλια, καὶ ἀνέσπερα τοῦ ῞ᾼδου δεσμωτήρια καὶ οἰκητήρια ἡ θεόδημος τοῦ Δεσπότου κατέλαβεν αἰγληφόρος παρουσία, προφθάνει πάντας Γαβριήλ ἀρχιστράτηγος καὶ βοᾶ τό ῎Αρατε πύλας οἱ ἄρχοντες ὑμῶν.
Καὶ ἐπάρθητε πύλαι αἰώνιοι. ῞Αμα αἱ ἀγγελικαί δυνάμεις ἐβόησαν, ἅμα αἱ πύλαι ἐπάρθησαν, καὶ αἱ ἁλύσεις ἐλύθησαν, ἅμα οἱ μοχλοὶ κατεκλάσθησαν, ἅμα τὰ κλεῖθρα ἐξέπεσαν, ἅμα τὰ θεμέλια τοῦ δεσμωτηρίου ἐδονήθησαν, ἅμα αἱ ἐνάντιαι δυνάμεις εἰς φυγὴν ἐτράπησαν, ἔφριξαν, ἐσαλεύθησαν, κατεπλάγησαν, ἐταράχθησαν, ἠλλοιώθησαν, ἐθροήθησαν, ἔστησαν ὁμοῦ καὶ ἐξέστησαν, ἠπόρησαν ὁμοῦ καὶ ἐτρόμαξαν.
᾿Εκεῖ γὰρ τότε διέκοψε Χριστός ἐν ἐκστάσει κεφαλὰς δυναστῶν». «᾿Εδεήθημεν Θεοῦ σαρκουμένου καί νεκρουμένου», θεολογεῖ ἡ ποικίλη μοῦσα τῆς δικῆς μας αὐλῆς, τῆς ᾿Εκκλησίας, ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ θεολόγος, γιά νά μπορέσουμε νά ζήσουμε. Αὐτός μᾶς ζύμωσε μέ τήν θεότητά Του, μᾶς ἐνέδυσε τήν θεία εὐπρέπεια, μᾶς λάμπρυνε μέ τήν τριαδική δόξα Του, μᾶς χάρισε τήν ἀνάστασι καί τήν ζωή.«῾Ως ζωηφόρος, ὡς Παραδείσου ὡραιότερος ὄντως καὶ παστάδος πάσης βασιλικῆς, ἀναδέδεικται λαμπρότερος Χριστὲ ὁ τάφος σου, ἡ πηγὴ τῆς ἡμῶν ἀναστάσεως». ΑΜΗΝ.