Ἁγίου Συμεών τοῦ Νέου Θεολόγου
Ἐλέησέ με, μόνε Κύριε, ἐλέησέ με, σὺ ποὺ μὲ σκέπασες ἀπὸ τῆς νεαρῆς μου ἡλικίας, σὺ ποὺ ἀπὸ τὴν ἀγαθότητά σου μοῦ συμπάθησες τὰ πάμπολλά μου πταίσματα ποὺ γνωρίζω πώς σοῦ ἔπταιξα. Σὺ ποὺ μὲ ἐλευθέρωσες ἀπὸ τὸν πλάνο καὶ μάταιο κόσμο καὶ ἀπὸ συγγενεῖς καὶ φίλους καὶ ἄτοπες ἡδονὲς καὶ μὲ ἀξίωσες νὰ κάθομαι ἐδῶ σὰν σὲ Ὄρος καὶ μοῦ ἔδειξες τὴ θαυμαστή σου, Θεέ μου, δόξα καὶ μὲ χαρίτωσες γεμίζοντας μὲ ὅλον ἀπὸ θεῖον σου Πνεῦμα καὶ ἀπὸ Πνευματικὸ φωτισμό.
Σὺ πάλιν Θεέ μου, δός μου τοῦ δούλου σου τελεία καὶ ὁλόκληρη τὴν Χάρη σου, χωρὶς νὰ μετανοήσεις σὲ τοῦτο. Μὴν τὴν ἀφαίρεσης. Δέσποτα, μηδὲ ἀποστραφεῖς μὲ παραβλέποντάς με, σὺ ποὺ ἐξ ἀρχῆς μὲ ἔστησες μπροστὰ στὸ πρόσωπό σου καὶ μὲ συναρίθμησες στοὺς δούλους σου καί, σφραγίζοντάς με μὲ τὴν σφραγίδα τῆς Χάριτός σου, μὲ ἐπονόμασες δικό σου.
Μὴ μὲ πάλιν ἀπορρίψεις, μηδὲ ἀποκρύψεις τὸ φῶς τοῦ προσώπου σου καὶ μὲ καλύψει σκότος· καὶ μὲ καταπιεῖ ἡ ἄβυσσος καὶ συγκλείσει ὁ οὐρανὸς ἐμένα, τὸν ὁποῖον μὲ ἀνεβίβασες ἀνώτερα ἀπὸ αὐτόν, καταξιώνοντάς με νὰ συνευρίσκομαι μὲ τοὺς ἀγγέλους σου, ἤ, νὰ εἰπῶ καλύτερα, μὲ ἐσένα τὸν τῶν ὅλων ποιητὴν καὶ νὰ συνευφραίνωμαι μαζὶ μὲ ἐσένα καὶ νὰ θεωρῶ τὴν ἀπαραμοίαστον δόξαν τοῦ προσώπου σου, ἀπολαμβάνοντας χορταστικὰ καὶ ἀπὸ τὸ ἀπλησίαστο φῶς· καὶ νὰ χαίρω εὐφραινόμενος χαρὰν ἀνεκλάλητον, μὲ τὴν παρουσία τῆς ἀνερμηνεύτου σου ἐλλάμψεως.
Ὁπόταν καὶ κατατρυφώντας ἐγὼ ἀπὸ ἐκεῖνο τὸ ἀνερμήνευτο φῶς, σκιρτοῦσα καὶ ἔχαιρα ὁμοῦ μὲ ἐσένα τὸν ποιητὴ καὶ πλάστη μου, θεωρώντας τὸ ἀπαρομοίαστον κάλλος τοῦ προσώπου σου. Τόσον ποὺ καὶ καταβιβάζοντας πάλι τὸν νοῦν μου στὴ γῆ τότε, δὲν ἔβλεπα μήτε τὸν κόσμον, μὲ τὸ νὰ ἤμουν πεφωτισμένος ἀπὸ ἐσένα, μήτε τὰ τοῦ κόσμου πράγματα, ἀλλὰ ἤμουν ἀνώτερος καὶ ἀπὸ τὰ πάθη καὶ ἀπὸ τὶς φροντίδες
Πηγή: Ιερά Μονή Αγίου Ιωάννου Καρέα