Φώτης Κόντογλου
Τὰ Χριστούγεννα, τὰ Φῶτα, ἡ Πρωτοχρονιά, κι ἄλλες γιορτές, γιὰ πολλοὺς ἀνθρώπους δὲν εἶναι καθόλου γιορτὲς καὶ χαρούμενες μέρες, ἀλλὰ μέρες ποὺ φέρνουνε θλίψη καὶ δοκιμασία. Δοκιμάζονται οἱ ψυχὲς ἐκείνων ποὺ δὲν εἶναι σὲ θέση νὰ χαροῦνε, σὲ καιρὸ ποὺ οἱ ἄλλοι χαίρουνται. Παρεκτὸς ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους ποὺ εἶναι πικραμένοι ἀπὸ τὶς συμφορὲς τῆς ζωῆς, τοὺς χαροκαμένους, τοὺς ἀρρώστους, οἱ περισσότερο, πικραμένοι, εἶναι ἐκεῖνοι ποὺ τοὺς στενεύει ἡ ἀνάγκη νὰ γίνουνε τοῦτες τὶς χαρμόσυνες μέρες ζητιάνοι, διακονιαρέοι. Πολλοὶ ἀπ’ αὐτοὺς μπορεῖ νὰ μὴ δίνουνε σημασία στὴ δική τους εὐτυχία, μὰ γίνουνται ζητιάνοι γιὰ νὰ δώσουνε τὴ χαρὰ στὰ παιδιά τους καὶ στ’ ἄλλα πρόσωπα ποὺ κρέμουνται ἀπ’ αὐτούς. Οἱ τέτοιοι κρυφοκλαῖνε ἀπὸ τὸ παράπονό τους κι’ αὐτοὶ εἶναι οἱ πιὸ μεγάλοι μάρτυρες, ποὺ καταπίνουνε τὴν πίκρα τοὺς μέρα νύχτα, σὰν τὸ πικροβότανο.
Ἴσα-ἴσα αὐτὲς τὶς ἁγιασμένες μέρες ποὺ θὰ ’πρεπε νὰ σμίξουνε πιὸ κοντὰ οἱ ἄνθρωποι συναμεταξύ τους, «νὰ περιπτυχθῶσιν ἀλλήλους», ἴσια ἴσια αὐτὲς τὶς μέρες ἀποξενώνουνται περισσότερο ὁ ἕνας ἀπὸ τὸν ἄλλον, χωρίζουνται σὲ δύο στρατόπεδα ὁλότελα ξένα τό ʼνα στ’ ἄλλο, σχεδὸν ἐχθρικά. Ἀπὸ τὴ μία μεριὰ εἶναι οἱ εὐτυχισμένοι οἱ καλοπερασμένοι, οἱ καλότυχοι, κι ἀπὸ τὴν ἄλλη μεριὰ εἶναι οἱ δυστυχισμένοι κι οἱ παραπεταμένοι. Ἀνάμεσά τους «χάσμα μέγα ἐστήρικται» κατὰ τὶς γιορτές. Κανένα γεφύρι δὲν ἑνώνει τὶς δύο ἀκροποταμιές, ἐνῶ τὶς ἄλλες μέρες ἔρχουνται σὲ περισσότερη συνάφεια. Οἱ πλούσιοι κι ὅσοι ἔχουνε τὸν τρόπο τοὺς κάνουνε, ἀλλοίμονο! τὸ πᾶν γιὰ νὰ ἐπιδείξουνε τὰ πλούτη καὶ τὰ ἀγαθά τους στοὺς λιμασμένους. Κι’ αὐτὸ γίνεται στ’ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ, ποὺ γεννήθηκε πάμφτωχος μέσα στὸ παχνί! Γιὰ τὴν γέννηση τοῦ φτωχοῦ Χριστοῦ δὲν γιορτάζουνε οἱ φτωχοὶ σὰν καὶ Κεῖνον, μὰ γιορτάζουνε οἱ πλούσιοι, ποὺ παίρνουνε γιὰ ἀφορμὴ τὴν πτώχεια του γιὰ νὰ δείξουνε τὰ πλούτη τους.
Μὰ ἄραγε, ἀνάμεσα σὲ δυστυχισμένους μπορεῖ νὰ νοιώση κανένας εὐτυχισμένον τὸν ἑαυτό του;
Μονάχα ἕνας ἀναίσθητος μπορεῖ νὰ νοιώσει τέτοια εὐτυχία. Ὅσο γιὰ κεῖνον ποὺ θέλει νὰ ἐπιδείξη στὸν πεινασμένον καὶ στὸν στερημένον τὴν ἐλεεινή του αὐτὴ εὐτυχία, αὐτὸς εἶναι ἀληθινὸ κτῆνος. Καὶ μ’ ὅλα ταῦτα, ὑπάρχουνε πολλοὶ τέτοιοι ἀνάμεσά μας, στὰ χρόνια μας, ἐνῶ ἤτανε σπάνιοι στὰ παλαιότερα. Εἶναι κι’ αὐτὸ ἕνα ἀπὸ τὰ ὡραῖα ποὺ μᾶς ἔφερε ὁ μέγας πολιτισμὸς ἀπὸ τὰ μεγάλα κέντρα!
Οἱ γιορτὲς οἱ δικές μας σταθήκανε πάντα θρησκευτικές, καὶ γι’ αὐτὸ εἴχανε κάποιον ἄλλο χαρακτήρα ἀπὸ τὶς γιορτὲς ποὺ γιορτάζουνε ἄλλα ἔθνη, προπάντων σήμερα, ποὺ χωρὶς κάποιες αὐτοσχεδιασμένες σκηνοθεσίες χωρὶς καμμιὰ σημασία γιὰ τὸ πνεῦμα τοῦ ἀνθρώπου. Σ’ αὐτὲς τὶς ψευτογιορτὲς ξαμολοῦνται ὅλα τὰ βάρβαρα καὶ ἐγωιστικὰ πάθη τοῦ ἀνθρώπου, ποὺ κυττάζει μονάχα τὴν εὐχαρίστηση τῆς σάρκας. Ἐνῶ οἱ δικές μας γιορτές, ἐπειδή, ὅπως εἶπα, ἔχουνε τὴ ρίζα τους στὴ θρησκεία, ἤτανε σεμνές, πνευματικές, ὥστε νὰ μὴ σκανδαλίζουνε τοὺς φτωχούς, ὅσο εἶναι μπορετὸ σὲ σαρκικοὺς ἀνθρώπους. Οἱ πλούσιοι κι οἱ νοικοκυραῖοι ἀποφεύγανε νὰ πληγώσουνε τοὺς φτωχότερους, καὶ νοιώθανε τὴν ἀνάγκη νὰ τοὺς ζεστάνουνε καὶ κείνους, στέλνοντας κρυφὰ στὰ σπίτια τοὺς διάφορα δῶρα, μὲ τρόπο, ὥστε νὰ μὴ τοὺς ταπεινώσουνε, κι ἔτσι ἡ διαφορὰ νὰ φαίνεται ὅσο μποροῦσε λιγότερη.
Ἔτσι μορφωθήκανε τὰ ἔμορφα καὶ ἁγνὰ ἔθιμά μας, μὲ ψαλμωδίες ποὺ τὶς λένε ἀκόμα τὰ παιδιὰ στοὺς δρόμους καὶ στὰ σπίτια, μὲ καμπάνες, μὲ ἔμορφα αἰσθήματα, μὲ σεμνὲς διασκεδάσεις, μὲ εὔχροστη συναναστροφή, ποὺ δένουνε μεταξύ τους τοὺς ἀνθρώπους περισσότερο, παρὰ ποὺ τοὺς χωρίζουνε. Μὰ ὁ ὑλισμὸς κι ὁ λύκος τῆς ἀναισθησίας μολεύει σιγὰ σιγὰ αὐτὲς τὶς καλὲς γιορτές μας, ποὺ πολὺ ἔμορφα τὶς παρομοιάζανε οἱ ἀρχαῖοι πρόγονοί μας μὲ σταθμοὺς γιὰ νὰ ξεκουραζόμαστε στὸν μονότονο δρόμο τῆς ζωῆς μας, λέγοντας: «Βίος ἀνεόρταστος μακρὰ ὁδὸς ἀπανδόχευτος», ποὺ θὰ πῆ, «Ζωὴ δίχως γιορτή, εἶναι σὰν τὸν μακρὺ τὸν δρόμο τὸν δρόμο ποὺ δὲν ἔχει πανδοχεῖο νὰ ξεκουραστῆς».
Κάποιοι μοντερνοποιημένοι κάνουνε τὸν βαρὺ καὶ τὸν θετικό, τὸν κύριο ποὺ δὲν ἔχει αἰσθηματολογίες, καὶ λένε πὼς αὐτὰ εἶναι ἀναχρονισμοὶ κι ἀδιαφόρετα πράγματα. Αὐτοὶ γιὰ μένα εἶναι ξερίχια ψυχικά, παγωμένες ἐρημιές, δίχως ἀγάπη, δίχως χαρά, μὰ δίχως πόνο. Γιατί χαρὰ καὶ πόνος εἶναι δεμένα. Οἱ τέτοιες ψυχὲς εἶναι πάντα νεκρὰ βουνὰ τοῦ φεγγαριοῦ. Ὡστόσο, κάτι τέτοιοι «ὀρθολογιστὲς» καὶ «θετικισταί», ξετρελλαίνονται γιὰ κάποιες ἀνόητες ξενόφερτες φέστες καὶ γιὰ κάτι μοντέρνα γλέντια ποὺ ρεζιλεύουνε τὸν ἄνθρωπο, φτάνει ποὺ γίνονται κατὰ τὸ κοσμοπολίτικο μοντέλο ποὺ βρίσκεται στὰ «μεγάλα κέντρα τοῦ ἐξωτερικοῦ».
Αὐτοὶ δὲν θέλουνε τίποτα ἀπὸ τὰ δικά μας, ποὺ τὰ λένε ὅλα «βλάχικα, φτωχικά, ἀνάξια γιὰ ἀνθρώπους ποὺ ξέρουνε τὸν κόσμο». Τίποτα ἑλληνικὸ δὲν βρίσκει ἔλεος στὰ μάτια αὐτῶν τῶν κουφιοκέφαλων, ἀκατάδεχτων κι ὅπως πρέπει κυρίων, ποὺ χοντροπηδᾶνε, ὡστόσο, σὰν τρελλοί, μὲ τὰ τσέρκια στὸ λαιμό, φτάνει ποὺ ἤρθανε ἀπ’ ἔξω, ἀπὸ κεῖ «ποὺ ξέρει ὁ κόσμος νὰ ἀπολαμβάνη τὴ ζωή»! Τί νὰ ποῦμε κι ἐμεῖς οἱ ἄλλοι, τὰ βλαχάκια, τὰ φτωχαδάκια, ποὺ μᾶς νανούριζε ἡ μάνα μας μὲ τὰ παραπονετικὰ τραγούδια της στὴν κούνια μας, καὶ τώρα δακρύζουμε σὰν ἀκοῦμε τὰ τροπάρια καὶ τὰ κάλαντα, πού μᾶς ἑνώνουνε μὲ τοὺς ἀγαπημένους μας πού περάσανε ἀπὸ τὸν τόπο μας πρὶν ἀπό μᾶς;
Ἀδέρφια μου. Φυλάξτε τὰ ἑλληνικὰ συνήθειά μας, γιορτάστε ὅπως γιορτάζανε οἱ πατεράδες σας, καὶ μὴ ξεγιελιώσατε μὲ τὰ ξένα κι ἄνοστα πυροτεχνήματα. Οἱ δικές μας οἱ γιορτὲς ἀδελφώνουν τοὺς ἀνθρώπους, τοὺς ἑνώνει ἡ ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ. Μὴν κάνετε ἐπιδείξεις. «Εὐφρανθῆτε ἑορτάζοντες». Ἀκοῦστε τί λένε τὰ παιδάκια ποὺ λένε τὰ κάλαντα: «Καὶ βάλετε τὰ ροῦχα σας, εὔμορφα ἐνδυθῆτε, στὴν ἐκκλησίαν τρέξετε, μὲ προθυμίαν μπῆτε, ν’ ἀκούσετε μὲ προσοχὴν ὅλην τὴν ὑμνωδίαν, καὶ μὲ πολλὴν εὐλάβειαν τὴν Θείαν Λειτουργίαν. Καὶ πάλιν σὰν γυρίσετε εἰς τὸ ἀρχοντικόν σας, εὐθὺς τραπέζι στρώσετε, βάλτε τὸ φαγητόν σας. Καὶ τὸν σταυρὸν σας κάνετε, γευθῆτε, εὐφρανθῆτε. Δόστε καὶ κανενὸς φτωχοῦ «ὅστις νὰ ὑστερῆται».Ἀθάνατη ἑλληνικὴ φυλή! Φτωχὴ μὰ ἀρχοντομαθημένη, βασανισμένη, μὰ χαρούμενη καὶ καλόκαρδη περισσότερο ἀπὸ τοὺς εὐτυχισμένους τῆς γῆς, ποὺ τοὺς μαράζωσε ἡ καλοπέραση.
Ναί, ἀδερφοί μου Ἕλληνες, χαίρετε μαζὶ μὲ κείνους ποὺ χαίρουνται καὶ κλαῖτε μαζὶ μὲ κείνους ποὺ κλαῖνε, καὶ σ’ αὐτὴ μονάχα θὰ βρῆτε ἀνακούφιση. Δίνετε στοὺς ἄλλους ἀπ’ ὅ,τι ἔχετε. Τὸ παραπάνω ἀπ’ ὅτι ἔχει κανένας ἀνάγκη, τὸ κλέβει ἀπὸ τὸν ἄλλον. «Μακάριον τὸ διδόναι μᾶλλον, ἢ λαμβάνειν».
Πολλοὶ ἀπὸ σᾶς θὰ ’χουνε ἴσως περισσότερο ἀπὸ μένα τὸ δικαίωμα νὰ μοῦ ποῦνε αὐτὰ ποὺ λέγω ἐγὼ σὲ σᾶς. Δὲν εἶμαι «ὁ ποιήσας καὶ διδάξας», ἀλλοίμονό μου! Μὰ γιὰ νὰ μὴ σκανδαλισθῆ κανένας πὼς τὰ λόγιά μου εἶναι ὁλότελα κούφια, στενεύομαι νὰ πῶ πὼς προσπαθῶ νὰ μὴν εἶμαι ὁλότελα «ὁ δάσκαλος ποὺ δίδασκε καὶ νόμο δὲν ἐκράτει».
Ἀπό τό βιβλίο: “ΤΟ ΦΟΒΕΡΟΝ ΜΥΣΤΗΡΙΟΝ”
Πηγή: Ιερά Μονή Αγίου Ιωάννου Καρέα